Σκηνοθεσία : David Mackenzie
Ηθοποιοί: Jack O'Connell, Ben Mendelsohn, Rupert Friend, Sam Spruell, Anthony Welsh, Peter Ferdinando.
Υπόθεση : Ο Eric (Jack O’Connell) είναι ένας νεαρός, που εξαιτίας της βίαιης συμπεριφοράς του μεταφέρεται πρόωρα σε φυλακές ενηλίκων. Εκεί καλείται να επιβιώσει και να τα βγάλει πέρα σε ένα καινούριο και επικίνδυνο περιβάλλον. Στο πλευρό του βρίσκει τον πατέρα του Neville (Ben Mendelsohn) ,ο οποίος προσπαθεί να τον προστατέψει παροτρύνοντας τον να γίνει σκληρός σαν κι αυτόν, γιατί αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να επιβιώσει εκεί μέσα. Έναν ακόμα σύμμαχο βλέπει ο νεαρός Eric στο πρόσωπο του εθελοντή θεραπευτή Oliver (Rupert Friend),ο οποίος τον βοηθάει να διαχειριστεί τις κρίσεις βίας και θυμού που έχει. Θα καταφέρει τελικά μέσα από αυτό το μεγάλο ταξίδι να ωριμάσει και να συμφιλιωθεί πρώτα με τον εαυτό του και ύστερα με τον πατέρα του;
«Οι Γροθιές Στους Τοίχους» σε σκηνοθεσία του David Mackenzie είναι ένα κλειστοφοβικό δράμα δωματίου που διαδραματίζεται στις φυλακές. Ταινίες που αναπαριστούν την ζωή στις φυλακές έχουν γίνει πολλές. Εδώ όμως μιλάμε για μια ωμή, ρεαλιστική αφήγηση που αποφεύγοντας τα πολλά cliché του είδους καταφέρνει να εντάξει τον θεατή στα σπάργανα της ταινίας.
Η επιτυχία του project οφείλεται κυρίως στο εξαιρετικά καλογραμμένο σενάριο του πρωτοεμφανιζόμενου Jonathan Asser, ο οποίος μάλιστα χρησιμοποίησε την εμπειρία του ως εθελοντή θεραπευτή στις φυλακές του Wandsworth , απ’ όπου και άντλησε τις απαραίτητες πληροφορίες για να φτιάξει τόσο ρεαλιστικά δοσμένους χαρακτήρες.
Το σενάριο είναι γραμμικό, κυλάει αρκετά γρήγορα και καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο μέχρι τέλους.
Η σκηνοθεσία του David Mackenzie είναι έξυπνα συνδεδεμένη με την κλειστοφοβική σκηνογραφία, τοποθετώντας μας μέσα στην ιστορία, δίνοντας την εντύπωση ότι είμαστε ένας κοντινός παρατηρητής και παρακολουθούμε κάθε κίνηση τον ηρώων.
Έτσι, λειτουργεί ο μηχανισμός της εμπάθειας και συμπονούμε, καταλαβαίνουμε την αγωνία και τον φόβο που νιώθει ο πρωταγωνιστής σε έναν μεγαλύτερο βαθμό.
Εξάλλου, δεν μιλάμε για μια ακόμα ταινία που μελετά την άσχημη συνθήκη διαβίωσης των κρατουμένων.
Εδώ , η συνήθως μεταφορική σχέση πατέρα-γιού αντιπαραβάλλεται με μια σχέση αίματος και παραπέμπει στην αρχαία τραγωδία.
Όλη αυτή η ασφυκτική ατμόσφαιρα μεταδίδεται επιτυχώς χάρη κυρίως στις πολύ καλές ερμηνείες.
Ο Ben Mendelsohn στον ρόλο του Neville , του πατέρα του Eric είναι πιστικός και ενώ παρουσιάζεται σαν ένας σκληρός χαρακτήρας που μόλις μαθαίνει ότι ο γιος του μπήκε στην φυλακή τον πλησιάζει και τον αγριοκοιτά ,στην συνέχεια βγάζει την ωμή απελπισία ενός πατέρα που προσπαθεί να εξιλεωθεί προστατεύοντας έναν γιο που έχει να δει δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια ,φτάνοντας στα άκρα.
Άλλη μια αξιέπαινη ερμηνεία είναι αυτή του Rupert Friend στον ρόλο του θεραπευτή Oliver.Ένας χαρακτήρας που παρουσιάζεται σαν ήρεμη δύναμη, σαν από μηχανής θεός για να σώσει τον άσωτο πρωταγωνιστή, ερευνώντας το παρελθόν του και επιχειρώντας να τον εντάξει σε μια ομάδα.
Σε ένα πιο μεταφορικό επίπεδο έρχεται σε σύγκρουση με τον Neville ως το πατρικό πρότυπο του Eric. Ο χαρακτήρας αυτός είναι και μια έμμεση αναφορά στον ίδιο τον σεναριογράφο της ταινίας.
Αυτός όμως που πραγματικά κλέβει την παράσταση όπως ακριβώς περιμένουμε από έναν πρωταγωνιστή είναι ο Jack O’Connell.
Μπορεί να υπάρχει σε μεγάλο μέρος της ταινίας η αργκό των φυλακών και πολύ βαριές προφορές που σε κάνουν να συγκεντρωθείς πολύ ώστε να καταλάβεις τι λέγεται, όμως η ερμηνεία του Jack O’Connell είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη διότι δεν βασίζεται στον διάλογο, αλλά στο ύφος, το βλέμμα και την όλη παρουσία του ηθοποιού που δεν σου αφήνει ίχνος αμφιβολίας ότι είναι ένα πληγωμένο , παιδί ακόμα που οι καταστάσεις το έκαναν βίαιο.
Χωρίς να έχει την παραμικρή δόση στυλιζαρίσματος η ερμηνεία του νεαρού ηθοποιού καθηλώνει από την αρχική σκηνή που παρουσιάζει τον αποπροσανατολισμό που νιώθει ένας νεαρός έτοιμος να μπει σε έναν σκληρό κόσμο με ενήλικες κακοποιούς.
Η ένταση αυξάνεται καθώς η κάμερα εστιάζει στο χαμένο βλέμμα του Eric, που κοιτάει στο πάτωμα προσπαθώντας να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη και μετά αγριοκοιτάζει μπροστά του το μέλλον που τον περιμένει.
Με απλά λόγια το συναίσθημα που θέλει να εκμαιεύσει ο σκηνοθέτης δεν το αντλούμε από κάποιον βαρύ διάλογο παρά από την γλώσσα του σώματος και την ένταση στο βλέμμα του O’Connell που δίνει ρέστα με την ερμηνεία του.
Μια ταινία στο σύνολο της καλοφτιαγμένη, με εξαίρετο cast και έξυπνο σενάριο που άμα της δώσεις μια ευκαιρία δεν θα σ’ αφήσει απογοητευμένο σε καμιά περίπτωση.
Ιλόνα Αγγελίδου,
Για το Film Critiques
Βαθμολογία : 4/5
Ηθοποιοί: Jack O'Connell, Ben Mendelsohn, Rupert Friend, Sam Spruell, Anthony Welsh, Peter Ferdinando.
Υπόθεση : Ο Eric (Jack O’Connell) είναι ένας νεαρός, που εξαιτίας της βίαιης συμπεριφοράς του μεταφέρεται πρόωρα σε φυλακές ενηλίκων. Εκεί καλείται να επιβιώσει και να τα βγάλει πέρα σε ένα καινούριο και επικίνδυνο περιβάλλον. Στο πλευρό του βρίσκει τον πατέρα του Neville (Ben Mendelsohn) ,ο οποίος προσπαθεί να τον προστατέψει παροτρύνοντας τον να γίνει σκληρός σαν κι αυτόν, γιατί αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να επιβιώσει εκεί μέσα. Έναν ακόμα σύμμαχο βλέπει ο νεαρός Eric στο πρόσωπο του εθελοντή θεραπευτή Oliver (Rupert Friend),ο οποίος τον βοηθάει να διαχειριστεί τις κρίσεις βίας και θυμού που έχει. Θα καταφέρει τελικά μέσα από αυτό το μεγάλο ταξίδι να ωριμάσει και να συμφιλιωθεί πρώτα με τον εαυτό του και ύστερα με τον πατέρα του;
«Οι Γροθιές Στους Τοίχους» σε σκηνοθεσία του David Mackenzie είναι ένα κλειστοφοβικό δράμα δωματίου που διαδραματίζεται στις φυλακές. Ταινίες που αναπαριστούν την ζωή στις φυλακές έχουν γίνει πολλές. Εδώ όμως μιλάμε για μια ωμή, ρεαλιστική αφήγηση που αποφεύγοντας τα πολλά cliché του είδους καταφέρνει να εντάξει τον θεατή στα σπάργανα της ταινίας.
Η επιτυχία του project οφείλεται κυρίως στο εξαιρετικά καλογραμμένο σενάριο του πρωτοεμφανιζόμενου Jonathan Asser, ο οποίος μάλιστα χρησιμοποίησε την εμπειρία του ως εθελοντή θεραπευτή στις φυλακές του Wandsworth , απ’ όπου και άντλησε τις απαραίτητες πληροφορίες για να φτιάξει τόσο ρεαλιστικά δοσμένους χαρακτήρες.
Το σενάριο είναι γραμμικό, κυλάει αρκετά γρήγορα και καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο μέχρι τέλους.
Η σκηνοθεσία του David Mackenzie είναι έξυπνα συνδεδεμένη με την κλειστοφοβική σκηνογραφία, τοποθετώντας μας μέσα στην ιστορία, δίνοντας την εντύπωση ότι είμαστε ένας κοντινός παρατηρητής και παρακολουθούμε κάθε κίνηση τον ηρώων.
Έτσι, λειτουργεί ο μηχανισμός της εμπάθειας και συμπονούμε, καταλαβαίνουμε την αγωνία και τον φόβο που νιώθει ο πρωταγωνιστής σε έναν μεγαλύτερο βαθμό.
Εξάλλου, δεν μιλάμε για μια ακόμα ταινία που μελετά την άσχημη συνθήκη διαβίωσης των κρατουμένων.
Εδώ , η συνήθως μεταφορική σχέση πατέρα-γιού αντιπαραβάλλεται με μια σχέση αίματος και παραπέμπει στην αρχαία τραγωδία.
Όλη αυτή η ασφυκτική ατμόσφαιρα μεταδίδεται επιτυχώς χάρη κυρίως στις πολύ καλές ερμηνείες.
Ο Ben Mendelsohn στον ρόλο του Neville , του πατέρα του Eric είναι πιστικός και ενώ παρουσιάζεται σαν ένας σκληρός χαρακτήρας που μόλις μαθαίνει ότι ο γιος του μπήκε στην φυλακή τον πλησιάζει και τον αγριοκοιτά ,στην συνέχεια βγάζει την ωμή απελπισία ενός πατέρα που προσπαθεί να εξιλεωθεί προστατεύοντας έναν γιο που έχει να δει δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια ,φτάνοντας στα άκρα.
Άλλη μια αξιέπαινη ερμηνεία είναι αυτή του Rupert Friend στον ρόλο του θεραπευτή Oliver.Ένας χαρακτήρας που παρουσιάζεται σαν ήρεμη δύναμη, σαν από μηχανής θεός για να σώσει τον άσωτο πρωταγωνιστή, ερευνώντας το παρελθόν του και επιχειρώντας να τον εντάξει σε μια ομάδα.
Σε ένα πιο μεταφορικό επίπεδο έρχεται σε σύγκρουση με τον Neville ως το πατρικό πρότυπο του Eric. Ο χαρακτήρας αυτός είναι και μια έμμεση αναφορά στον ίδιο τον σεναριογράφο της ταινίας.
Αυτός όμως που πραγματικά κλέβει την παράσταση όπως ακριβώς περιμένουμε από έναν πρωταγωνιστή είναι ο Jack O’Connell.
Μπορεί να υπάρχει σε μεγάλο μέρος της ταινίας η αργκό των φυλακών και πολύ βαριές προφορές που σε κάνουν να συγκεντρωθείς πολύ ώστε να καταλάβεις τι λέγεται, όμως η ερμηνεία του Jack O’Connell είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη διότι δεν βασίζεται στον διάλογο, αλλά στο ύφος, το βλέμμα και την όλη παρουσία του ηθοποιού που δεν σου αφήνει ίχνος αμφιβολίας ότι είναι ένα πληγωμένο , παιδί ακόμα που οι καταστάσεις το έκαναν βίαιο.
Χωρίς να έχει την παραμικρή δόση στυλιζαρίσματος η ερμηνεία του νεαρού ηθοποιού καθηλώνει από την αρχική σκηνή που παρουσιάζει τον αποπροσανατολισμό που νιώθει ένας νεαρός έτοιμος να μπει σε έναν σκληρό κόσμο με ενήλικες κακοποιούς.
Η ένταση αυξάνεται καθώς η κάμερα εστιάζει στο χαμένο βλέμμα του Eric, που κοιτάει στο πάτωμα προσπαθώντας να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη και μετά αγριοκοιτάζει μπροστά του το μέλλον που τον περιμένει.
Με απλά λόγια το συναίσθημα που θέλει να εκμαιεύσει ο σκηνοθέτης δεν το αντλούμε από κάποιον βαρύ διάλογο παρά από την γλώσσα του σώματος και την ένταση στο βλέμμα του O’Connell που δίνει ρέστα με την ερμηνεία του.
Μια ταινία στο σύνολο της καλοφτιαγμένη, με εξαίρετο cast και έξυπνο σενάριο που άμα της δώσεις μια ευκαιρία δεν θα σ’ αφήσει απογοητευμένο σε καμιά περίπτωση.
Ιλόνα Αγγελίδου,
Για το Film Critiques
Βαθμολογία : 4/5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου