Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

THE TWO FACES OF JANUARY κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Hossein Amini
ΗΘΟΠΟΙΟΙ:Viggo Mortensen, Kirsten Dunst, Oscar Isaac, Yigit Ozsener, Ali Kalaba, Daisy Bevan


 «Τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου» είναι μια ταινία
βασισμένη στο ομώνυμο  μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ, στης οποίας τη βιβλιογραφία ανήκουν τα best sellers «Ο ταλαντούχος κ.Ριπλέι» και «Ξένοι στο Τρένο». Τη μεταφορά αυτή ανέλαβε ο σεναριογράφος του εξαιρετικού “Drive”, και αποτελεί την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα.


 Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: “Στην Αθήνα του 1962 ένα ζευγάρι Αμερικανών τουριστών (Viggo Mortensen & Kirsten Dunst) γνωρίζει έναν ξεναγό συμπατριώτη τους (Oscar Isaac), ο οποίος δέχεται να τους βοηθήσει όταν μπλέκονται σε ένα φόνο.”

 Καιρό είχαμε να δούμε τον Viggo Mortensen (τον θυμόμαστε ακόμη από την τριλογία του «Άρχοντα» ως Αragorn) σε ενδιαφέροντα ρόλο. Στα «Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου» υποδύεται τον γοητευτικό και παρορμητικό Τσέστερ, και σίγουρα μας γοητεύει με την παρουσία του, η οποία μπαίνει κατευθείαν στα θετικά της ταινίας.  Δίπλα του, δίνουν ενδιαφέρουσες ερμηνείες και οι δύο συμπρωταγωνιστές του, η Kirsten Dunst και ο Oscar Isaac. Kαι τους τρεις μαζί, ενώνει η τραγική μοίρα, καθώς μπλέκονται σε ανθρωποκυνηγητό. 

  Το καστ συμπληρώνουν και Έλληνες ηθοποιοί, σε μικρότερους αλλά σημαντικούς για την πλοκή ρόλους (Όµηρος Πουλάκης, Σωκράτης Αλαφούζος, Ευγενία Δηµητροπούλου, Προμηθέας Αλειφερόπουλος), οι οποίοι στέκονται επάξια στο πλευρό των διάσημων συναδέλφων τους.

  Παράλληλα, η ατμοσφαιρική φωτογραφία της ταινίας, σε ταξιδεύει αμέσως σε μια Ελλάδα του ’60 (Αθήνα και Χανιά) αλλά και στην Κωσταντινούπολη. Οι χαρακτήρες – ηθοποιοί φαίνονται να ανήκουν στην πλέον παλιά εποχή. Μέχρι τη μέση του έργου, το ενδιαφέρον είναι τεντωμένο. Μετά τα μισά όμως, κάτι συμβαίνει. 

  Αναρωτιέσαι τι ακριβώς βλέπεις. Θέλω να πω, είναι όντως αστυνομικό θρίλερ, είναι  ερωτικό θρίλερ (το ερωτικό τρίγωνο που δημιουργείται, φθάνει σε σημείο να έχει κεντρικό ρόλο) ή είναι μια ταινία με βοηθητικό προς τον τομέα του τουρισμού, ρόλο? Αυτές τις απορίες, στις δημιουργεί η μάλλον άνευρη σκηνοθεσία. Μετά τα μισά λιγάκι…βαριέσαι να το πω? Τέλος πάντων, δεν υπάρχει πλέον εκείνο το ανυψωμένο αρχικό ενδιαφέρον και αυτό σου χαλάει την όλη εικόνα που έχεις ήδη σχηματίσει – πολύ πιθανόν να σημειωθεί ξενέρωμα για την κατάληξη των τριών χαρακτήρων (προσωπικά, αυτό έπαθα).


  Σίγουρα δε χαρακτηρίζεται καθαρόαιμο αστυνομικό θρίλερ, αφού απουσιάζει και η κορύφωση από πλευράς αφήγησης, και η αγωνία από πλευρά θεατή. Όμως, πέρα από τα παραπάνω αρνητικά, δείτε την. Πηγαίνετε σε ένα κοντινό θερινό (όπως έκανα και εγώ) και με τη δροσιά που φέρνει το καλοκαιρινό (αμήν) βράδυ, παρακολουθήστε την. 


Παρασκευή Γιουβανάκη
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 2.5/5

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Mientras duermes (Sleep tight) κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:  Jaume Balagueró
HΘΟΠΟΙΟΙ:   Luis Tosar, Marta Etura, Alberto San Juan


Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής:«Ο Σέζαρ είναι ένας
40άρης μοναχικός θυρωρός, ο οποίος τρέφεται από τη δυστυχία των άλλων, καθώς ο ίδιος είναι «ανίκανος να νιώσει ευτυχισμένος». Αναπτύσσοντας σχέσεις έρωτα-μίσους με την όμορφη ένοικο Κλάρα, μπαίνει τα βράδια στο διαμέρισμά της, την ναρκώνει και κοιμάται μαζί της. Όταν πλέον αυτό δεν του αρκεί, θα επιχειρήσει «να σβήσει το χαμόγελο από τα χείλη της», αρχίζοντας μαζί της ένα ανεξέλεγκτο σαδιστικό παιχνίδι.»


Ο σκηνοθέτης του «REC» ενδίδει στον κλασικό τρόμο και χτίζει ένα κλειστοφοβικό, γεμάτο σασπένς μυστήριο.
   
Ο θυρωρός είναι ο άνθρωπος που δεν αντέχει την ευτυχία των άλλων και κάνει ό,τι πράγματα μπορεί, ώστε να τους κάνει δυστυχισμένους. Ο Luis Tosar, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, χωρίς μούτες και υπερβολές, και διαθέτοντας  τη σωστή φυσιογνωμία, χτίζει έναν χαρακτήρα που σε προκαλεί να σκεφτείς ότι στο βάθος έχεις να κάνεις με ένα εξαιρετικά μυστήριο και απόμακρο άτομο που αργά ή γρήγορα θα ξεδιπλώσει έναν μισητό χαρακτήρα. 

Μέσα στο σασπένς και την αγωνία, υπάρχουν και οι σκηνές που σε τραβάνε βίαια και απότομα από τον μυστήριο κόσμο που κάποιος σχεδόν σε ανάγκασε να μπεις. Είναι κάτι σκηνές, που θυμίζουν (και λόγω του μουσικού κομματιού που ακούγεται αλλά και λόγω της πρωταγωνίστριας που χοροπηδά από δω και από κει) διαφημίσεις δημητριακών που βοηθάνε στη σωστή διαμόρφωση του σώματος (για να μην κάνουμε και διαφήμιση…) ή ακόμη και αμερικάνικη teen movie. Αναρωτιέσαι λοιπόν εύλογα, γιατί να επιλέξει ο σκηνοθέτης να τις δείξει με αυτόν τον χαζοχαρούμενο τρόπο.


 Αδυναμία του Balagueró  επίσης, να μην εξηγήσει ποτέ τα κίνητρα που οδηγούν τον Σεζάρ στις αποτρόπαιες πράξεις του. Πολλά θέματα μένουν ανεξήγητα. Για παράδειγμα, υπάρχει το μοτίβο της επίσκεψης στο νοσοκομείο, όπου ο ο Σεζάρ επισκέπτεται τη μητέρα του. Μάλιστα. Η μητέρα από τι ακριβώς πάσχει και βρίσκεται εκεί? Την βλέπουμε κυρίως δακρυσμένη. Αρκεί? Πως είναι η σχέση μάνας-γιου μεταξύ τους? Ο πατέρας? Υπάρχει? Συγγνώμη για τις τόσες ερωτήσεις, αλλά όταν μας παρουσιάζουν έναν  χαρακτήρα σχιζοφρενή, ψυχοπαθή κτλ, οφείλουμε να γνωρίζουμε κάποιο στοιχεία για το παρελθόν του πριν τον δούμε επί τω έργω(έτσι για το καλό, …αλλά και για να είναι σωστή η δομή παρουσίασης  χαρακτήρα!).

Κλείνοντας το συλλογισμό μου λοιπόν, αν θέλετε να  σας σηκωθεί η τρίχα λιγάκι αλλά και να ξεσπάσετε (καθώς ο χαρακτήρας είναι το λιγότερο απαίσιος), δείτε την!


Παρασκευή Γιουβανάκη  
Bαθμολογία:
 2.5/5
                                         

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

THE IMMIGRANT κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: James Gray
ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Marion Cotillard, Joaquin Phoenix, Jeremy Renner, Yelena Solovey, Dagmara Dominczyk, Maja Wampuszyc, Angela Sarafyan, Ilia Volok, Kevin Cannon

O James Gray, o αγαπημένος των Φεστιβάλ Καννών, επιστρέφει με κοινωνικό δράμα, για τις αντίξοες συνθήκες τις μετανάστευσης . Τον θυμόμαστε από την  «Μικρή Οδησσός», που αποτελεί εκτός από το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, και το σημείο κατατεθέν του, το “We Own the Night” μία ταινία βασισμένη στη διδαχή των νουάρ, και το “Two Lovers”το πιο προσβάσιμο φιλμ του, ένα σοβαρό, ρομαντικό δράμα, με πειστικές ερμηνείες.

Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: “ Το 1921 η Ewa Cybulska (Marion Cotillard) φτάνει από την Πολωνία στο Ellis Island της Νέας Υόρκης και καταφέρνει να περάσει στη χώρα χάρη στον Bruno (Joaquin Phoenix), έναν άντρα που την προστατεύει, αλλά και την εκμεταλλεύεται, σπρώχνοντάς την στην πορνεία. Η γνωριμία της με τον εξάδελφό του Orlando (Jeremy Renner), έναν ταχυδακτυλουργό, θα της δώσει ελπίδες για να ξεφύγει και να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή.”

Δεν ξεγελιόμαστε. Με πρωταγωνιστικό δίδυμο την λατρεμένη Marion Cotillard, και τον πλέον χαμαιλέοντα υποκριτικής, Joaquin Phoenix, ο Gray σίγουρα ποντάρει περισσότερο στο ερμηνευτικό κομμάτι πάρα στο σεναριακό.Οι 2 προαναφερθέντες ηθοποιοί ανταποκρίνονται και με το παραπάνω στις προσδοκίες του σκηνοθέτη τους. Η Cotillard ως Εύα, που είναι ο κεντρικός χαρακτήρας, καταφέρνει να τραβήξει όλα τα βλέμματα και να σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος της ταινίας στους ώμους της. Έχοντας αποκτήσει μια πειστικότατη προφορά μετανάστριας, υποδύεται την Εύα, μια εύθραυστη και ταυτόχρονα αποφασιστική και δυναμική κοπέλα, και μας φανερώνει μέχρι που, κάποιος που αγαπά και που έχει έναν σοβαρό σκοπό, είναι διατεθειμένος να φθάσει. Στη συνέχεια ο Phoenix, που τα τελευταία 2 χρόνια μας έχει τρελάνει (με την καλή έννοια) με τις κινηματογραφικές του επιλογές (τα οσκαρικά “The Master” και “Ηer”, που ακόμη συζητιούνται – ειδικά η τελευταία που είναι και πιο πρόσφατη) έρχεται να αποδείξει ξανά, γιατί έπραξε σωστά που δεν παράτησε ολοκληρωτικά την ηθοποιία (όπως μας είχε ταράξει πριν λίγα χρόνια). Eδώ ως ο ταραχώδης Bruno, που αρχικά  προσφέρει δουλειά στην ανυπεράσπιστη Εύα και καταλήγει να την αγαπήσει παράφορα και να κάνει στην κυριολεξία, τα πάντα για να τη σώσει.


  Ο Gray, με τη βοήθεια φυσικά της καταξιωμένης γαλλίδας ηθοποιού, δίχως να μας δείχνει εξ ολοκλήρου τις πράξεις στις σκηνές κατά τις οποίες η Εύα καταλήγει τελικά να πέσει στα δίχτυα της πορνείας, καταφέρνει να μας μεταδώσει το πόσο αποκρουστικά νιώθει η Εύα για τον εαυτό της αλλά και το πόσο αγνή συνεχίζει να παραμένει. Παράλληλα, το «Κάποτε στην Ν. Υόρκη», φωτογραφημένο από τον Darius Khondji, δημιουργεί την ακριβή ατμόσφαιρα της τότε νυχτερινής ζωής στη Nέα Υόρκη.

Η συγκινητική χροιά της ταινίας κορυφώνεται στην τελευταία σκηνή, με τη σκηνοθεσία να προσφέρει ένα μαγευτικό τελευταίο πλάνο. Σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίας του καλοκαιριού, για αυτό λοιπόν σας εύχομαι μια ευχάριστη προβολή!

Παρασκευή Γιουβανάκη
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 3.5/5

THE CONGRESS κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:Ari Folman
ΗΘΟΠΟΙΟΙ:Robin Wright, Paul Giamatti, Jon Hamm, Danny Huston, Harvey Keitel, Kodi Smit-McPhee, Sami Gayle


Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: “Η ηθοποιός Robin Wright (Robin Wright) πουλάει τα δικαιώματα της ψηφιακής της εικόνας στο στούντιο της Miramount και αποσύρεται από την υποκριτική. Δύο δεκαετίες αργότερα, κι ενώ παρακολουθεί ένα μελλοντολογικό συνέδριο, αντιδρά δημόσια στην ιδέα της Miramount να μπορεί ο καθένας να αγοράζει και να ζει εικονικά τη ζωή του σταρ που επιθυμεί, όταν ξεσπά μια εξέγερση.”

  
Σε ελεύθερη μεταφορά του μυθιστορήματος από τον Στάνισβλαβ Λεμ με τίτλο «Σόλαρις», ο Ari Folman, που μας έδωσε πριν μερικά χρόνια το γνωστό και βραβευμένο «Βαλς με τον Μπαζίρ», συνδυάζει με μοναδικό τρόπο το live-action με το animation. Σκηνοθετεί την Robin Wright ως… Robin Wright, σε ένα παράλληλο αλλά όχι και τόσο μακρινό από άποψη ιδεολογίας, σύμπαν. Το animation στοιχείο που χρησιμοποιείται και διαδέχεται απότομα αλλά επιτυχημένα το live action (και το αντίστροφο) έχει συγγένεια με το ψυχεδελικό animation που πρωταγωνίστησε στο γνωστό έργο “Yellow Submarine” των Beatles (1986).


Το «Πέρα από το Όνειρο» μπορεί να χαρακτηριστεί ως μήνυμα και επίθεση προς την εμπορευματοποίηση των studio του «παραδείσου» Hollywood, μιας βιομηχανίας που παράγει ηθοποιούς – προϊόντα. Το μήνυμα αυτό συνοδεύεται από καυστικό χιούμορ (όλα τα λεφτά η παρουσία του animated Tom Cruise, σαν άνθρωπος – γλάστρα, με τα τεράστια γυαλιά ηλίου και το τεράστιο λευκό χαμόγελο, που ποτέ δεν αποχωρίζεται), και την ιδεολογία του εύκολου (ένα σφηνάκι σε μεταμορφώνει αμέσως στο διάσημο πρόσωπο που θέλεις).Μπορεί να χαρακτηριστεί επίσης ένα ταξίδι σε ονειρικό, με συνοδεία την επήρεια του LSD, κόσμο όπου τα γεγονότα που διαδραματίζονται, σίγουρα δεν είναι εξωπραγματικά. Τα γεγονότα που παίρνουν μέρος είναι πολλά και ανεξήγητα (σίγουρα θα το χάσετε σε μερικά σημεία, μην αγχωθείτε όμως, κάτι τέτοιο θα θέλει και ο σκηνοθέτης).


 Η Robin Wright, που υποδύεται (εκτός από τον εαυτό της) την ηθοποιό που τελικά αναγκάζεται να υπογράψει τη συμφωνία καθώς ανησυχεί για τη φθίνουσα κατάσταση υγείας του γιου της, δίνει φυσικότατη ερμηνεία (λες και όντως της συμβαίνει αυτό) και προκαλεί τη συμπάθεια και τη συμπόνια του θεατή.

Προβληματιστείτε μέσα από το mindfuck έργο του Folman. Αξίζει.



Παρασκευή Γιουβανάκη
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 3.5/5

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

CIRCLES (Krugovi) κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Srdan Golubović
Ηθοποιοί:Aleksandar Berček, Leon Lučev, Nebojša Glogovac, Nikola Rakočević, Hristina Popović, Boris Isaković, Vuk Kostić


 Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. H υπόθεση της ταινίας
 είναι η εξής: “Πέντε άνθρωποι (Aleksandar Berček, Leon Lučev, Nebojša Glogovac, Nikola Rakočević & Hristina Popović) επηρεάζονται από μια τραγική ηρωική πράξη. Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο καθένας από αυτούς θα πρέπει να αντιμετωπίσει το παρελθόν, μέσα από τη δική του κρίση, από τη δική του σκοπιά.”

Συμβολικός ο (αγγλικός) τίτλος της ταινίας. Δεν αναφέρεται μονάχα στο περιεχόμενο του φιλμικού κειμένου, αλλά και στην ανθρώπινη ζωή γενικότερα. Έχει ή όχι η ζωή, κυκλικό χαρακτήρα? Η συγκεκριμένη ταινία που είναι βγαλμένη από την ίδια τη ζωή πάντως, έχει.

Ολοκληρώνοντας την 3η πράξη της όπως ξεκινά η 1η, λύνονται όλες οι απορίες που δημιουργήθηκαν από τα πρώτα λεπτά ακόμη, μέχρι και την εμφάνιση της τελικής σεκάνς. Το παρελθόν έρχεται να ταράξει, να απειλήσει, το παρόν. Το παρελθόν του εμφυλίου πολέμου που διαμέλισε τη Γιουγκοσλαβία, έρχεται να τιμωρήσει αλλά και να προσφέρει κάθαρση στους 5 κεντρικούς χαρακτήρες που έχουν άμεση σχέση με αυτό.

 Η σκηνοθετική προσέγγιση αποφάσισε να παρουσιάσει μια «σιωπηλή» ταινία, κατά την οποία ακούμε περισσότερο τις πράξεις  μέσα από τις εικόνες, παρά τις ομιλίες μέσα από τα στόματα των χαρακτήρων. Σωστή επιλογή, αφού πολλές φορές, τα λόγια είναι άχρηστα.

 Παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η αληθινή αυτή ιστορία και ο τρόπος που χτίζεται από τον σκηνοθέτη, η διάρκειά της όμως, έρχεται να «ταράξει» ελαφρά εμάς τους θεατές. Είναι το μοναδικό μειονέκτημά της όμως. Η παρουσίαση των γεγονότων έχουν αληθοφανή χαρακτήρα, και η πρόκληση της οργής και της συγκίνησης από πλευρά μας, είναι αναμενόμενη.


Παρασκευή Γιουβανάκη
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 3.5/5

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Black Bread (Pa Negre) κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Agustí Villaronga
Ηθοποιοί: Francesc Colomer, Marina Comas, Nora Navas, Roger Casamajor, Lluïsa Castell, Mercè Arànega, Laia Marull, Marina Gatell, Elisa Crehuet


  Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: “Μετά το τέλος του εμφυλίου στην Καταλονία, ο 11χρονος Andreu (Francesc Colomer) ανακαλύπτει δυο πτώματα στο δάσος. Οι αρχές θεωρούν ύποπτο τον αριστερών πεποιθήσεων πατέρα του (Roger Casamajor) και ο μικρός προσπαθεί να τον βοηθήσει, αναζητώντας τον πραγματικό ένοχο.”

 To «Μαύρο Ψωμί», που ήταν η επίσημη πρόταση της Ισπανίας στα Όσκαρ του 2011 (η πρώτη φορά που ένα καταλανικό φιλμ πέτυχε κάτι τέτοιο), είναι μια  σκοτεινή ιστορία ενηλικίωσης βραβευμένη με εννέα Γκόγια, στην ισπανόφωνη παράδοση της «Ραχοκοκαλιάς του Διαβόλου» και του «Λαβύρινθου του Πάνα».

 Μια ξαφνική δολοφονία, γοητευτικά σκηνοθετημένη, μας χαιρετά. Η εναρκτήρια σκηνή καταφέρνει το λιγότερο να μαγνητίσει το βλέμμα και το ενδιαφέρον μας. Σκοτεινή φιγούρα σκοτώνει τον οδηγό μιας άμαξας στο δάσος κι οδηγεί το κάρο του (μέσα στο κάρο ανάμεσα σε κλουβιά με πουλιά βρίσκεται και ο γιος του οδηγού) στην άκρη ενός γκρεμού, έχοντας δέσει τα μάτια του αλόγου με ένα πανί. Ακολουθεί το ξετύλιγμα της πλοκής με κρυμμένα οικογενειακά μυστικά να βγαίνουν στην επιφάνεια. Κάπου εκεί όμως, στο ξετύλιγμα, μας χάνει. Δυστυχώς. Τα γεγονότα και οι χαρακτήρες που εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο – παρά τον ενδιαφέροντα χαρακτήρα τους και το ότι αποτελούν σημαντικά κομμάτια της ιστορίας – και το έντονο μελόδραμα που επικρατεί, μας μπερδεύουν και μας ξενίζουν. Όταν μια ταινία ξεκινάει ανάλογα και δίνει στο θεατή μια συγκεκριμένη νοηματική πορεία, τα στοιχεία της σαπουνόπερας είναι περιττά.


Ο Villaronga, έχοντας αναλάβει και το σενάριο (το οποίο αποτελεί adaptation της ομώνυμης νουβέλας της Emili Teixidor) σίγουρα καταφέρνει να μας μαγέψει με την αριστοτεχνική σκηνοθεσία του. Πανέμορφα πλάνα εικαστικού ύφους γεμίζουν τις σκηνές. Παράλληλα, δυνατό χαρτί της ταινίας είναι και οι εξαιρετικές ερμηνείες από πλευρά των ηθοποιών (μικρών και μεγάλων).

 Αν και ίσως αναμενόμενο, το τέλος του παραμένει το ίδιο συγκινητικό και γεμάτο βαθιά ανθρωπιστικά νοήματα.

Καλή προβολή!

Παρασκευή Γιουβανάκη
Bαθμολογία 2.5/5