Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Trespass Against Us κριτική ταινίας


Σκηνοθεσία: Adam Smith
Ηθοποιοί: Michael Fassbender, Brendan Gleeson, Lyndsey Marshal, Georgie Smith, Rory Kinnear


Δύο μεγάλα και σημαντικά ονόματα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Το ένα μάλιστα ανήκει και σε (πλέον) ηθοποιό-σουπερ σταρ. 
Ο λόγος γίνεται για τον Michael Fassbender και τον -δεν μας αφήνει δυσαρεστημένους ποτέ, Brendan Gleeson, σε ρόλους γιου και πατέρα αντίστοιχα, τοποθετημένοι σε μια ανθρωποκεντρική ιστορία που επικεντρώνεται στον αιώνιο ανταγωνισμό μεταξύ πατέρα και γιου, στο διαχρονικό θέμα της ελεύθερης βούλησης αλλά και των προκαταλήψεων.
Oι δυο τους, αποτελούν σοβαρό (και ίσως το μοναδικό) λόγο για να παρακολουθήσεις την ταινία.

Τοποθετημένο στην ειδυλλιακή εξοχή της Αγγλίας, το "Trespass Against Us"  λειτουργεί σε πλήρη αντίθεση καθώς διαδραματίζεται στα πλαίσια μιας περιπλανώμενης κοινότητας εγκληματιών που έχουν τους δικούς τους κανόνες, ακόμα και τη δική τους διάλεκτο. 
Τρεις γενιές της διαβόητης οικογένειας Cutler ζουν παράνομα στην καταπράσινη και ειδυλλιακή εξοχή του Gloucestershire της Αγγλίας. Ο καιρός περνάει κυνηγώντας, κλέβοντας και βασανίζοντας την αστυνομία στην καρδιά της πιο ακριβής περιοχής της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Chad (Michael Fassbender) βρίσκεται διχασμένος ανάμεσα στον σεβασμό για τον πατέρα του, τον Coldy (Brendan Gleeson) και την επιθυμία να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή για τη γυναίκα του, την Kelly (Lyndsey Marshal) και τα παιδιά τους.  Όταν ο Coldy καταστρώνει σχέδιο να ληστέψει ένα αρχοντικό που βρίθει από θησαυρούς, ο Chad βρίσκεται αντιμέτωπος με μια επιλογή που μπορεί να αλλάξει τη ζωή του για πάντα. Μπορεί να ακολουθήσει την πεπατημένη και να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του πατέρα του ως άξιος γιος και διάδοχος, ή πρέπει να σπάσει τα δεσμά και να χαράξει το δικό του μονοπάτι; 

Δύο καλοδουλεμένες και στιβαρές ερμηνείες, μαζί με αυτή της Lyndsey Marshal (η μοναδική γυναικεία ερμηνεία στο φιλμ) συγκρούονται κινηματογραφικά και σώζουν τα εμφανέστατα σεναριακά κενά. Το αρκετά ενδιαφέρον θέμα και η πολλά υποσχόμενη σκηνοθετική ιδέα δεν καταφέρνουν να φτάσουν μέχρι και τη μεγάλη οθόνη σε άρτια μορφή. Τουλάχιστον υπάρχουν οι καλογυρισμένες σκηνές καταδίωξης και για ακόμη μια φορά, οι πολύ καλές ερμηνείες.

Παρασκευή Γιουβανάκη
Βαθμολογία 2.5/5

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Juste la fin du monde κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Xavier Dolan
Hθοποιοί: 
Gaspard Ulliel, Marion Cotillard, Vincent Cassel, Nathalie Baye, 


Ένα φιλμ που αν δεν είχε τα δυνατά ονόματα των Marion Cotillard, Vincent Cassel και Nathalie Baye δεν θα βλεπόταν με τίποτα και πουθενά ενώ οι ηθοποιοί του θα έπρεπε να πρωταγωνιστούν άλλου όπως και τους αξίζει.
Βασισμένο σε θεατρικό του Ζαν-Λικ Λαγκάρς, βραβεύτηκε με τρία Σεζάρ (σκηνοθεσίας, Α' αντρικού ρόλου και μοντάζ) και με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες...Ε μετά πως να μην ψωνίζεται ο μόλις 28χρονος Dolan όταν αβέρτα του δίνονται τα βραβεία.
Μετά από 12 χρόνια απουσίας, ένας συγγραφέας, o Louis, γυρίζει στο πατρικό του με σκοπό να κάνει μια πολύ σημαντική ανακοίνωση στην οικογένεια του. Το ήσυχο απόγευμα όμως, δίνει τη θέση του σε αντιπαραθέσεις, βεντέτες, συναισθήματα υποκινούμενα από μοναξιά κι αμφιβολία, κι όλες οι απόπειρες αποτυγχάνουν από την ανικανότητα των ανθρώπων να ακούσουν και ν’ αγαπήσουν.
Η προσωρινή επιστροφή  στο πατρικό σπίτι, απεικονίζονται με σκηνές γεμάτες τσιρίδες, γκρίνιες, βρισιές, εν ολίγοις ένα ασταμάτητο βουητό και χάος.
O Xavier Dolan στήνει ένα πανδαιμόνιο μέσα σε τέσσερις τοίχους από το οποίο μπορείς να ξεφύγεις μονάχα με τη μουσική που συχνά πυκνά προσθέτει-όπως άλλωστε συνηθίζει να κάνει στις ταινίες του. Με τα αμέτρητα κοντινά στο όμορφο πρόσωπο του πρωταγωνιστή που γεμίζουν τις σκηνές προσπαθεί να προσθέσει μια ονειρική διάθεση και να μας φέρει πιο κοντά στον εσωτερικό κόσμο του Louis αλλά αυτό που εν τέλει καταφέρνει είναι απλά να φιγουράρει τον όμορφο ηθοποιό του και την επιδεξιότητα του στο να κάνει παιχνίδια με την κάμερα του.
Αθεράπευτα φλύαρη και αδιάφορη ταινία.
Νιώθεις ένα βάρος καθώς την παρακολουθείς.

Παρασκευή Γιουβανάκη
Bαθμολογία 1.5/5

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

LA FILLE INCONNUE/ The Unknown Girl κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Jean-Pierre Dardenne, Luc Dardenne
Hθοποιοί: Adele Haenel, Olivier Bonnaud, Jeremie Renier


Όπως ακριβώς και στην τελευταία ταινία των αδερφών Dardenne, "Δύο Μέρες μια Νύχτα" (με την υπέροχη Marion Cotillard), που ακολουθεί πιστά το βασικότερο σεναριακό χαρακτηριστικό τους: ένας στον αριθμό οι κεντρικοί χαρακτήρες, έτσι και εδώ έχουμε τη νεαρή Jenny Davin που είναι γιατρός στο επάγγελμα και που δεν διστάζει να τα βάλει με όλους και με όλα για το κοινό καλό (;).

Η νεαρή ειδικευόμενη λοιπόν, ακούει ένα βράδυ το κουδούνι στο ιατρείο της μετά από μια μεγάλη και κουραστική ημέρα, αλλά δεν απαντά. Το επόμενο πρωί, η αστυνομία την ενημερώνει ότι μια άγνωστη γυναίκα βρέθηκε νεκρή κοντά στο σπίτι της. Γεμάτη ενοχές, θέτει σκοπό της ζωής της να ανακαλύψει την ταυτότητα της. Δε θέλει να χαθεί ανώνυμα, να εξαφανιστεί σαν να μην υπήρξε ποτέ. 

Μέσα σε αυτή την υπόθεση  απαντάται το κοινωνικοπολιτικό ενδιαφέρον που εκφράζει το σινεμά των αγαπημένων αδερφών Dardenne που έχουν κερδίσει δύο φορές το Χρυσό Φοίνικα ("Ροζέτα" και "Παιδί").
Το ενδιαφέρον για ένα άγνωστο, (στην περίπτωση μας "κορίτσι"), που πρέπει να σωθεί με τον οποιοδήποτε δυνατό τρόπο, ή αλλιώς, η οπτικοακουστική συμφωνία που προσπαθεί να σώσει μια χαρακωμένη κοινωνία, που προσπαθεί με νύχια και με δόντια για ένα κοινό καλό.
Πόσο όμως αληθοφανές αποδίδεται αυτό στα πλάνα και στις σκηνές; Κατά πόσο το σενάριο καταφέρνει να ανταποκριθεί στη δυναμική του θέματος;


Στον πρωταγωνιστικό ρόλο τοποθετείται η Adele Haenel, ένα αρκετά δυνατό υποκριτικό χαρτί, μία από τις καλύτερες ηθοποιούς της Γαλλίας αλλά και της γενιάς της. Ο αντιφατικός χαρακτήρας της Jenny Davin συνοδεύεται από τις μη ποικιλόμορφες εκφράσεις προσώπου και σώματος της Haenel. Η 28χρονη ηθοποιός ανταποκρίνεται με ευκολία στο ρόλο της γιατρού που της δόθηκε, ισορροπώντας επικίνδυνα με την ερμηνεία της πάνω στη λεπτή γραμμή που ενώνει την απαιτούμενη αποστασιοποίηση της ειδικότητας της με τα αναπόφευκτα ανθρώπινα συναισθήματα. 
Όσον αφορά την πλοκή, τα σκηνοθετικά αλλά και σεναριακά μέσα που χρησιμοποιούνται δεν διαχειρίζονται σωστά τον κινηματογραφικό χρόνο. Η αναζήτηση για το "άγνωστο κορίτσι' που καταλήγει να γίνει αυτοσκοπός της πρωταγωνίστριας, καταλήγει να μετατραπεί σε ένα άνευρο κυνήγι του "κακού". Χαρακτήρες εμφανίζονται και εξαφανίζονται σε μηδενικό χρόνο ενώ η κοπέλα συνεχίζει να ψάχνει μέσα σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Λιέγης (η πάντα πρωταγωνίστρια επαρχία στη φιλμογραφία των Dardenne) με την προσωπική της ζωή, τη ζωή εκτός ιατρείου (γιατί υπάρχει και αυτή) να είναι και να παραμένει εντελώς απούσα. Το κυριότερο είναι πως μέσα σε από αυτό το ανθρωποκεντρικό κυνήγι απουσιάζει η ενέργεια, το νεύρο και κυρίως η αληθοφάνεια των γεγονότων που χαρακτηρίζει το έργο των δύο Βέλγων κινηματογραφιστών.

Όμως, λίγα δευτερόλεπτα πριν την εμφάνιση των τίτλων τέλους και μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα έχουμε ένα μόλις πλάνο που ναι, κερδίζει σε δύναμη, ένταση και ανθρωπιά, όλες τις σκηνές που προηγήθηκαν μέσα σε ένα (σχεδόν) δίωρο. Και εδώ αναγνωρίζουμε επιτέλους το γνώριμο κινηματογραφικό ύφος των αδερφών Jean-Pierre και Luc Dardenne που αγαπάμε, αυτό το ύφος που σφύζει από ανθρωπιά.

Παρασκευή Γιουβανάκη
Bαθμολογία 2.5/5