Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

The Dark Horse κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: James Napier Robertson
Ηθοποιοί: Cliff Curtis, James Rolleston, Kirk Torrance


Βασισμένο σε αληθινή ιστορία, το «Μαύρο Άλογο» μπορεί να χαρακτηριστεί μάθημα ζωής. 
Διηγείται την ιστορία του Genesis o οποίος πάσχει από διπολική διαταραχή σύμφωνα με την «ιατρική» διάγνωση. Είναι όμως και ιδιοφυϊα στο σκάκι, όσο και χαρισματικός δάσκαλος. Με την καθοδήγησή και την εποπτεία του, τα παρατημένα από την κοινωνία παιδιά, της απόκληρης κοινότητάς του θα δώσουν τη μάχη να ανατρέψουν τα δεδομένα που τα έχουν καταδικάσει να βρίσκονται στο περιθώριο. Τίποτα όμως δεν είναι τόσο απλό ή τόσο σύνθετο στην ανθρώπινη ζωή...
Μία ταινία για τη συντριβή και το μεγαλείο του ανθρώπου που αγωνίζεται να νικήσει τη μοίρα του. 

Ο σκηνοθέτης James Napier Robertson αρνείται να διαβεί τα γνώριμα μονοπάτια των κινηματογραφικών, ακαδημαικών κυρίως, βιογραφιών, και με όπλο την πολύ καλή ερμηνεία του Cliff Curtis, κερδίζει σε αληθοφάνεια και πειστικότητα. Ο ηθοποιός Cliff Curtis ενσαρκώνει ένα γενναιόδωρο άτομο με ευγενική συναισθηματική νοημοσύνη και αυτά τα χαρακτηριστικά τα εντοπίζεις κατευθείαν στο βλέμμα του.
Το σενάριο δεν κρύβει τον μελοδραματικό του χαρακτήρα αλλά το ενδυναμώνει με μια γλυκόπικρη μουσική που δένει απίστευτα με το οπτικό υλικό.

Ένα φιλμ που αποστομωτικά σου λέει πως για όλες τις δύσκολες, άβολες αλλά για αυτές που πραγματικά αξίζουν, καταστάσεις, η επιμονή και η θέληση είναι πάνω από όλα. Άπαξ και δεν έχεις ένα από τα δύο, αρκέσου στα εύκολα και στα πρώτα τυχόντα...
Κάτι που δυστυχώς πολλοί προτιμούν δίχως καν να προσπαθήσουν στο ελάχιστο.

Παρασκευή Γιουβανάκη
Βαθμολογία 3/5

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

It Follows κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία/Σενάριο: David Robert Mitchell
Ηθοποιοί: Maika Monroe, Keir Gilchrist, Olivia Luccardi


Πολλά έχουν ειπωθεί για την τρομερή εισπρακτική επιτυχία που γνωρίζουν τα horror movies των τελευταίων ετών. Πραγματικά, μια ματιά στο παγκόσμιο box office δικαιώνει απόλυτα τις επενδύσεις στο συγκεκριμένο είδος, αφήνοντας όμως παράμερα τα ποιοτικά ερωτήματα, αφού δίπλα στα «Insidious» και κάποια από τα «Paranormal Activity», στέκουν και ουκ ολίγες φθηνές προχειρότητες, όπως το φετινό «The Lazarus Effect». Σ’ ένα περιβάλλον κινδύνου υποβάθμισης του αγαπημένου μας κινηματογραφικού τρόμου σε εμπορικό trash, ταινίες σαν το «It Follows» έρχονται να κρατήσουν τη σημαία ψηλά. 

Ξεκινώντας με κλασική καλοφτιαγμένη Body Horror ατμόσφαιρα, ο σκηνοθέτης μας εισάγει σ’ ένα μετεφηβικό τοπίο και μας συστήνει τη Jay, μια νεαρή κοπέλα η οποία πληρώνει ακριβά το τελευταίο της φλερτ: καταλήγει να νοσεί από μία  ιδιαίτερη σεξουαλικώς μεταδιδόμενη ασθένεια.  Μετά την περιπέτειά της, αρχίζουν να την ακολουθούν σκοτεινές φιγούρες με αποκλειστικό σκοπό να της κάνουν κακό. Από εκεί και πέρα, η ταινία περνάει από όλα τα πατροπαράδοτα στάδια: Αμφισβήτηση της δυστυχούς πραγματικότητας, προσπάθεια συλλογικής αντιμετώπισης από την δύσπιστη στην αρχή παρέα και απέλπιδες προσπάθειες σωτηρίας των πάντων από τα υπερβατικά δεινά που τους βρήκαν.

Αν υπήρχαν εξετάσεις τρόμου, σίγουρα τα θέματα θα έβαζαν οι αξιότιμοι κύριοι Cronenberg και Carpenter. Στις εξετάσεις αυτές, το «It Follows» θα έπιανε μια από τις καλύτερες βαθμολογίες των τελευταίων ετών. Η σαγηνευτική φωτογραφία, η συνεχής αίσθηση επικείμενου κακού και η γνώριμη αφέλεια των νεαρών πρωταγωνιστών συνθέτουν ένα κλίμα πιστό στις παραδόσεις του είδους, το οποίο δεν μπορεί παρά να αφήσει ικανοποιημένο κάθε σκληροπυρηνικό και μη οπαδό του τρόμου. Τα εύσημα φυσικά αποδίδονται στον σκηνοθέτη για την αριστοτεχνική δημιουργία της ατμόσφαιρας που τόσο έλειπε από τις αίθουσες τα τελευταία χρόνια. Ο David Robert Mitchell
καταφέρνει να αποφύγει αχρείαστα πλάνα και υπερβολές και να προσδώσει στο έργο του έναν παλιακό χαρακτήρα, χωρίς όμως να ενδίδει εντελώς σε αυτόν. Οι χρήσιμες και σε σωστές δόσεις καινοτομίες, που φανερώνουν την εξαιρετική αίσθηση του κινηματογραφικού χώρου που διαθέτει ο εν λόγω
σκηνοθέτης, ανεβάζουν επίπεδο το φιλμ, απομακρύνοντας το από το μιμητισμό και δίνοντας του έναν τόνο φόρου τιμής προς τους πρωτοπόρους του είδους (βλέπε Friday the 13th).

Δυστυχώς, το όλο εγχείρημα δεν είναι απαλλαγμένο από μειονεκτήματα. Το πρώτο μισό της ταινίας, εμφανώς δυνατότερο από το δεύτερο, χτίζει μια ένταση η οποία δεν βρίσκει ακριβώς αντάξια συνέχεια, καθώς σε κάποια σημεία του λείπει το νεύρο. Επιπλέον, η εξέλιξη της πλοκής σίγουρα δεν πρόκειται να αφήσει αποσβολωμένους τους υποψιασμένους θεατές, οι οποίοι παρατηρούν τους εμφανώς μονοδιάστατους χαρακτήρες να κινούνται σε μονοπάτια των οποίων το τέλος είναι στην καλύτερη προβλέψιμο. 

Συμπερασματικά, το «It Follows» είναι μια αξιόλογη δουλειά, που περισσότερο θα μείνει για τις προσδοκίες που δημιούργησε παρά για την αυτή καθ’αυτή ποιότητά του. Περιέχει αρκετά στοιχεία που το καθιστούν αξιομνημόνευτο, αλλά δεν τα αναπτύσσει τόσο ώστε να αφήσει εποχή. Αναμφίβολα σηκώνει και μια δεύτερη ή τρίτη ανάγνωση, αλλά οι αρετές του δεν έγκεινται τόσο στο βάθος της ανάλυσης, όσο στο εξαιρετικά προσεγμένο κλίμα τρόμου που χρόνια είχε να εμφανιστεί στις κινηματογραφικές αίθουσες. 

Φίλιππος Χατζίκος
Βαθμολογία: 3/5

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Suite francaise κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Saul Dibb
Ηθοποιοί: Michelle Williams, Kristin Scott Thomas, Matthias Schoenaerts, Margot Robbie, Sam Riley


Βασισμένο στο μυθιστόρημα της Ιρέν Νεμιρόβσκι που κυκλοφόρησε το 2004 και έγινε πολύ σύντομα διεθνές μπεστ σέλερ. Περιγράφει τη φυγή των Γάλλων από το Παρίσι τον Ιούνιο του 1940 με επίκεντρο μια ιστορία αγάπης που γεννήθηκε μέσα στην τραγωδία του πολέμου.

Η "Γαλλική Σουίτα" διηγείται την ιστορία της όμορφης Λουσίλ, που περιμένει νέα από τον άντρα της- κρατούμενο πολέμου, ενώ ζει με την αυταρχική πεθερά της. Η ζωή της γίνεται άνω κάτω όταν θα φτάσουν μετανάστες από το Παρίσι, ακολουθούμενοι από ορδές Γερμανών στρατιωτών. Δε μπορεί να αγνοήσει το Μπρούνο, τον γοητευτικό και συνάμα καλόψυχο αξιωματικό που μένει στο σπίτι τους...

Καθώς οι πρώτες σκηνές κάνουν την εμφάνισή τους, δίνουν την ευχάριστη εντύπωση πως το έργο στηρίζεται σε γερά θεμέλια και θα μας χαρίζει ένα (σχεδόν) δίωρο γεμάτο με ενδιαφέρον οπτικοακουστικό υλικό. Σε αυτό βοηθάει και το άκρως αξιόλογο καστ, πλαισιωμένο με ονόματα όπως 
Michelle Williams, Kristin Scott Thomas και (τώρα τελευταία τον βλέπουμε συχνά) Matthias Schoenaerts. Ονόματα δυνατά που δεν έχουν περάσει σχεδόν ποτέ απαρατήρητα (ο Matthias Schoenaerts έχει έναν λόγο παραπάνω λόγω της σωματικής διάπλασης του). Πάντως δεν φαντάζουν αδιάφοροι ούτε σε αυτό το φιλμ, αν και η Williams θα μπορούσε πολύ καλύτερα, ενώ η Thomas υιοθετεί το γνωστό στρυφνό ύφος της.

Οι θεματικές που πρωταγωνιστούν στο σενάριο όπως η σχέση κυριαρχίας μεταξύ πεθεράς και νύφης,η ίντριγκα και η κακιά γλώσσα που βασιλεύουν σε κάθε κλειστή, μικρή κοινωνία (και όχι μόνο), και φυσικά ο απαγορευμένος έρωτας, είναι για το σύνολο της ταινίας όπως  ακριβώς το πρωινό γεύμα για την κάθε ημέρα, το βασικότερο συστατικό.

Δεν αργούμε δυστυχώς να συνειδητοποιήσουμε πως οι κινηματογραφιστές επαναπαύτηκαν στην εξαιρετική ενδυματολογία, στην πειστικότατη σκηνογραφία και στις τοποθεσίες που χάρις τη φωτογραφία του Eduard Grau (είχε αναλάβει το κλειστοφοβικό "Buried" το 2010), μετατρέπονται σε πίνακες ζωγραφικής. Φαίνεται να θέλουν να ξεγελάσουν το μάτι του θεατή με την πλούσια εικονοπλασία ώστε να κρύψουν τις ανασφάλειες του σεναρίου που δεν καταφέρνει να ενισχύσει τα ευαίσθητα θέματα που γεννιούνται από την ιστορία του μυθιστορήματος.

Παρασκευή Γιουβανάκη
Βαθμολογία 2/5

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2015

Every Thing Will Be Fine κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Wim Wenders
Ηθοποιοί: Rachel McAdams, James Franco, Charlotte Gainsbourg, Lilah Fitzgerald, Marie-Josee Croze


Mετά τα ανεπανάληπτα ντοκυμαντέρ "Πίνα Μπάους" και "Αλάτι της Γης" που μας πρόσφερε ο Wim Wenders-όνομα που φέρνει αμέσως στο νου μια αξιόλογη σκηνοθετική πορεία, παρουσιάζει ένα νωχελικό υπαρξιακό δράμα, τόσο άνοστο και αδιάφορο που δεν θυμίζει σε τίποτα την ιδιαίτερη σκηνοθετική αισθητική του στην οποία μας έχει συνηθίσει (χμμ..εκτός από 2-3 εξαιρέσεις).

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ. Ένα αυτοκίνητο σε έναν επαρχιακό δρόμο. Χιονίζει, η ορατότητα είναι περιορισμένη. Ξαφνικά, ένα έλκηθρο γλιστρά, από το πουθενά, σε έναν λόφο. Το αυτοκίνητο σταματά και όλα βυθίζονται στη σιωπή. Ο οδηγός είναι ένας συγγραφέας, ο Τόμας. Δεν έχει εκείνος ευθύνη για το ατύχημα, αλλά ούτε και ο μικρός Κρίστοφερ, που έπρεπε να φροντίσει να μη βγει στο δρόμο ο αδελφός του, ούτε η μητέρα τους, Κέιτ, που έπρεπε να είχε καλέσει τα παιδιά μέσα νωρίτερα. Ο Τόμας πέφτει σε κατάθλιψη και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να γράψει. Έχει, όμως, δικαίωμα να βασίσει το έργο του πάνω σε βιώματα και τη θλίψη των άλλων; 

Πρώτη και στην κυριολεξία η καλύτερη, πρέπει να αναφερθεί ώστε να μην την πάρει η κατρακύλα, η πολύ όμορφη φωτογραφία του Benoit Debie. Πανέμορφα χρώματα και φωτισμοί αγκαλιάζουν τα πλάνα και παρουσιάζουν τις τοποθεσίες του Καναδά σαν σε καρτ ποστάλ. Πάλι καλά που υπάρχει και αυτή, ώστε να "ξεχνιέται" και να παρασύρεται κάπως το μάτι από το υπόλοιπο οπτικό σύνολο..


Ο πρωταγωνιστής James Franco, είναι παγωμένος, ανέκφραστος, απαράδεκτος. Κουράζει αν όχι εξοργίζει με το μονίμως σε κατάθλιψη και βαρεμάρα "υποκριτικό" ύφος του. Αδυνατούμε να πιστέψουμε πως δεν βρέθηκε άλλος, καταλληλότερος ηθοποιός. Η υποκριτική αδιαφορία δεν σταματά εδώ. Η Charlotte Gainsbourg που έχει καταφέρει να θεωρείται εγγύηση για μια ταινία, εμφανίζεται εδώ μονόπλευρη και παντελώς αδιάφορη. Δεν είναι καθόλου υπερβολή να υποστηρίξουμε πως μόνο το μικρό κοριτσάκι Lilah Fitzgerald (υποδύεται τη μικρή Μina), νοιάζεται ειλικρινά για το ρόλο του και να αναγνωρίζει το γεγονός ότι βρίσκεται σε κινηματογραφικό πλατό.

Σαν να μην έφταναν η άνευρη σκηνοθεσία και ανύπαρκτη υποκριτική διάθεση, η ταινία διαρκεί δύο(!) ώρες. Πράγμα υπερβολικό για ένα τόσο μονοδιάστατο σενάριό με μηδαμινή δραματουργία.

Y.Γ. Tι δουλειά έχει ο Franco σε δραματική-σοβαρή ταινία?

Παρασκευή Γιουβανάκη
Βαθμολογία 1.5/5

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

Far from the Madding Crowd κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Thomas Vinterberg
Ηθοποιοί:  Carey Mulligan, Juno Temple, Michael Sheen, Tom Sturridge, Matthias Schoenaerts, Rowan Hedley, Chris Gallarus

Μία από τις πιο εμβληματικές ηρωίδες στην ιστορία της λογοτεχνίας, η Μπάθσιμπα Έβερντιν, γεννήθηκε από την πένα του Τόμας Χάρντι το 1874 στο κλασικό μυθιστόρημα "Μακριά από το Πλήθος" και πρωταγωνιστεί σε μια επική, σαρωτική ιστορία αγάπης. 

Αυτή είναι η ιστορία της Μπάθσιμπα Έβερντιν, μιας ανεξάρτητης και δυναμικής νεαρής γυναίκας που κληρονομεί τη φάρμα του θείου της. Οικονομικά αυτόνομη (κάτι το σπάνιο στη βικτωριανή εποχή), όμορφη και πεισματάρα, η Μπάθσιμπα προσελκύει τρεις πολύ διαφορετικούς αλλά αποφασισμένους μνηστήρες: τον Γκάμπριελ Όουκ, έναν βοσκό μαγεμένο από την ισχυρογνωμοσύνη της, τον Φρανκ Τρόι, έναν όμορφο και απερίσκεπτο λοχία, και τον Ουίλιαμ Μπόλντγουντ, έναν ευκατάστατο και ώριμο εργένη. Όσο η Μπάθσιμπα περιτριγυρίζεται από τους τρεις άνδρες και πορεύεται ανάμεσα στα δεσμά του πάθους, της εμμονής και της προδοσίας, πρέπει να βρει τον δικό της δρόμο προς την ευτυχία και όλα όσα επιθυμεί. Η διαχρονική αυτή ιστορία των επιλογών και του πάθους της διερευνά την φύση των σχέσεων και της αγάπης – καθώς και της ανθρώπινης ικανότητας να ξεπερνά τις δυσκολίες χάρη στην προσαρμοστικότητα και την αποφασιστικότητα. 

Το λογοτεχνικό έργο μεταφέρεται για δεύτερη φορά (η πρώτη ήταν το 1967 σε σκηνοθεσία John Schlesinger) στη μεγάλη οθόνη, αυτή τη φορά υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Δανού Thomas Vinterberg. Ένας κινηματογραφιστής, περισσότερο γνωστός ως ένας από τους ιδρυτές του επαναστατικού αβάν-γκαρντ κινηματογραφικού κινήματος με το όνομα "Dogme 95". Το έργο του "Γιορτή" ήταν και αυτό που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο σημαντικούς Ευρωπαίους σκηνοθέτες και βραβεύτηκε με το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών. Το 2012 με το "Κυνήγι" του κέρδισε και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ. Στο "Πλήθος" μαζί με τη διευθύντρια φωτογραφίας και πολλάκις συνεργάτιδα του Charlotte Bruus Christensen, μεγαλουργούν δίνοντας σάρκα και οστά στις σελίδες του Τόμας Χάρντι.

Στον ρόλο της ριζοσπαστικής, μοντέρνας, ανεξάρτητης γυναίκας που έχει για τον γάμο μια πιο ουσιαστική άποψη, που ακόμη, εν έτη 2015, δυστυχώς προκαλεί ορισμένες εκπλήξεις σαν χαρακτήρας, βλέπουμε την ολοένα και περισσότερο ερμηνευτικά εντυπωσιακή, Carey Mulligan ("Shame", "Ο Υπέροχος Γκάτσμπι", "Drive"). Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι βγάζει ασπροπρόσωπο τον σκηνοθέτη που τη θεώρησε την καταλληλότερη επιλογή για τον ρόλο της Μπάθσιμπα. Ένα γλυκό, πανέμορφο πρόσωπο που κρύβει τόσο δυναμισμό και αποφασιστικότητα όσο δισταγμό και ευαισθησία. Οι συναισθηματικές αλλαγές διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς υποκριτικούς ναρκισσισμούς και υπερβολικές μούτες. Η χημεία της με τον συμπρωταγωνιστή της Matthias Schoenaerts (γοητευτικός, υπέροχος σαν Γκαμπριελ, μια απολύτως ήρεμη δύναμη) είναι εμφανέστατη με αποτέλεσμα να αποτελέσουν ένα από τα πιο ταιριαστά κινηματογραφικά ζευγάρια της  χρονιάς του 2015.

Παρασκευή Γιουβανάκη
Βαθμολογία 3.5/5

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

French Riviera / In the Name of My Daughter κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Andre Techine
Ηθοποιοί: Guillaume Canet, Catherine Deneuve, Adele Haenel



1976. Ο γάμος της Agnes Le Roux διαλύεται και έτσι φεύγει από την Αφρική για να επιστρέψει στη νότια Γαλλία και να μείνει με τη μητέρα της, Renee, ιδιοκτήτρια του καζίνου Palais de la Mediteranee στη Νίκαια. Εκεί, η Agnes ερωτεύεται τον δέκα χρόνια μεγαλύτερο της Maurice Agnelet, δικηγόρο και σύμβουλο επιχειρήσεων της μητέρας της, ο οποίος συνεχίζει να συνάπτει σχέσεις με άλλες γυναίκες. Η Agnes αποφασίζει να πουλήσει τις μετοχές της στο καζίνο σε βάρος της μητέρας της που χάνει τον έλεγχο της οικογενειακής επιχείρησης. Το 1977, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, η Agnes εξαφανίζεται χωρίς κανένα ίχνος. 30 χρόνια μετά, ο Maurice Agnelet θεωρείται ο κύριος ύποπτος για τη δολοφονία της, χωρίς όμως να υπάρχει κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο σε βάρος του. Η Renee είναι βέβαιη για την ενοχή του και θα κάνει τα πάντα για να τον δει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Το σενάριο είναι βασισμένο στο βιβλίο "Une femme face a la Mafia" των Renee Le Roux, Jean-Charles Le Roux.

Κάτι παθαίνουν συχνά πυκνά οι κινηματογραφιστές και δίνουν στο έργο τους μεγαλύτερη διάρκεια από ότι του αρμόζει. Το "French Riviera" είναι μια ακόμη παρόμοια περίπτωση, δυστυχώς. Η εκτενής διάρκεια του όχι μόνο δεν εξαλείφει το μυστήριο της υπόθεσης (κάτι που ούτε η ίδια η υπόθεση βοηθάει σε αυτό) αλλά δημιουργεί παραπάνω ερωτήματα και σύγχυση τύπου "Τι ακριβώς παρακολουθούμε?". Δράμα βασισμένο στην ολέθρια σχέση μεταξύ μητέρας-κόρης? Ταινία δυστυχισμένου και προβληματικού έρωτα?
Πάντως το τελευταίο μισάωρο μετατρέπεται σε αστυνομικό
θρίλερ και επιτέλους ευχαριστιέσαι την παρακολούθησή του. Μέχρι εκείνο το σημείο όμως, εσύ τσεκάρεις διαρκώς το κινητό σου για την ώρα.
Για την εξιστόρηση της ανεξιχνίαστης εξαφάνισης της νεαρής Agnes χρεισιμοποιείται η ενδιαφέρουσα τεχνική του flashback, γεγονός που συνήθως ενδυναμώνει το κινηματογραφικό υλικό, όμως στην περίπτωση του "In the Name of My Daughter"(ο βρετανικός τίτλος του φιλμ) χάνεται και αυτή στα αδιάφορα. Παράλληλα, η σκηνοθεσία προσπαθεί να εντυπωσιάσει με γραφικότατα extreme long πλάνα όπου πρωταγωνιστής είναι το εξωτικό μέρος.

Oι τρεις ηθοποιοί Guillaume Canet, Catherine Deneuve, Adele Haenel, που υποδύονται τους τρεις βασικούς χαρακτήρες, είναι αυτοί που διατηρούν ένα κάποιο ενδιαφέρον στον θεατή. Η ανερχόμενη Adele Haenel αποδεικνύει ξανά πως σε λίγα χρόνια-αν δεν συμβαίνει από τώρα, το όνομα της θα συμπεριλαμβάνεται στη λίστα με τις πιο αναγνωρίσιμες και σπουδαίες ερμηνευτικές παρουσίες του Ευρωπαικού (και όχι μόνο) Κινηματογράφου.

Παρασκευή Γιουβανάκη
Βαθμολογία 2/5

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Rosewater κριτική ταινιάς

Σκηνοθεσία: Jon Stewart
Ηθοποιοί: Gael Garcia Bernal, Shohreh Aghdashloo, Golshifteh Farahani, Kim Bodnia

To "Άρωμα Ελευθερίας" είναι βασισμένο σε πραγματική ιστορία, η οποία βρίσκεται και αποτυπωμένη στο best seller ("Then They Came for Me: A Family’s Story of Love, Captivity, and Survival") του δημοσιογράφου του BBC Maziar Bahari. Την σκηνοθεσία έχει αναλάβει (ναι καλά καταλάβατε) ο οικοδεσπότης του "The Daily Show", Jon Stewart, ο οποίος είχε μικρή αλλά καθοριστική ανάμειξη στα γεγονότα που οδήγησαν τον δημοσιογράφο στην άδικη φυλάκιση του. Απόψε που η ταινία του κάνει πρεμιέρα στη χώρα μας, ο ευφυής και τολμηρός παρουσιαστής αποχαιρετά την εκπομπή του. 

Μια ιστορία από αυτές που σε κάνουν να τραβάς τα μαλλιά σου για τη γελοιότητα και τη βλακεία που πασαλείβουν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και φυσικά, την εξουσία. O δημοσιογράφος Maziar Bahari κατηγορείται ότι είναι κατάσκοπος και φυλακίζεται από την Ιρανική κυβέρνηση λίγο μετά από μια συνέντευξή του στο "Daily Show", στο Ιράν το 2009. Περνά τους επόμενους τρεις μήνες στις πιο διαβόητες φυλακές του Ιράν, υπομένοντας βάναυσες ανακρίσεις στα χέρια ενός ανθρώπου που ξέρει μόνο τη μυρωδιά του: Ροδόνερο. Ο Bahari αποκαλύπτει αργότερα ότι δεν φυλακίστηκε λόγω της τηλεοπτική του συνέντευξης, αλλά επειδή ήταν αυτόπτης μάρτυρας των ταραχών και των εγκλημάτων που έγιναν...

Οι πρωταγωνιστές είναι το καλό χαρτί της ταινίας. Ο εξαιρετικός Gael Garcia Bernal μοιράζεται τα εύσημα με τον εξίσου  εξαιρετικό Δανό ηθοποιό Kim Bodnia.

Το σεναριακό και σκηνοθετικό ντεμπούτο του ο Stewart, αποφάσισε να το εμπλουτίσει με (μαύρο) χιούμορ και ειρωνεία. Δύο σημαντικά, για την επιβίωση του ανθρώπου, στοιχεία. Στοιχεία που βοηθούν, όπως θα δείτε, και στην επιβίωση του χαρακτήρα σε αυτήν την τραγελαφική κατάσταση στην οποία γαντζώθηκε και καταλήγει να χαροπαλεύει.

Συνειδητοποιούμε όμως ότι το χιούμορ και η ειρωνεία δεν είναι αρκετά (τουλάχιστον όσον αφορά το φιλμικό κείμενο) όταν ενώ παρακολουθούμε το τραγικό και πάνω από όλα αληθινό γεγονός που συνέβη στον ήρωα, κανένα στομάχι δεν μας "πιάνει" παρά μόνο σε ελάχιστα σημεία. Η σκηνοθεσία έχει απορροφηθεί από τη χιουμοριστική ιδεολογία της και την εξιστόρηση της συγκλονιστικής ιστορίας ώστε να γίνει γνωστή στο ευρύτερο κοινό, που ξεχνά ότι έχει διαλέξει το κινηματογραφικό μέσο για αυτόν το σκοπό. 

Άνευρη και ίσως βαρετή σε πικάντικα σεναριακά σημεία.

Παρασκευή Γιουβανάκη
Βαθμολογία 2.5/5