Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Πλατεία Αμερικής/America Square, κριτική ταινίας

“Ενάμιση χρόνο παίρνει να φύγει ένα τατού. Αφού πεθάνεις”.

Αυτό και άλλες αλήθειες και πραγματικότητες, όπως “οι κακοί δεν χάνουν”, ξεστομίζει αβίαστα η νέα ταινία του Γιάννη Σακαρίδη. Ένας κινηματογραφιστής που πλέον μας έχει κάνει γνώριμη την ρεαλισιτική μα και ανθρώπινη ματιά του. Αυτή τη φορά, έχοντας στήσει ένα έγχρωμο νεονουάρ που τοποθετείται στην αθηναϊκή Πλατεία Αμερικής του 2016, έφθασε να διεκδικεί τον Χρυσό Αλέξανδρο στο 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ενώ κέρδισε το βραβείο για το καλύτερο μοντάζ από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.

Στη μοντέρνα «Κασαμπλάνκα» των καιρών μας, Πλατεία Αμερικής, συναντιούνται ο Μπίλλη, ένας rock ’n’ roll σαραντάρης tatto artist, ο Τάρεκ, πρόσφυγας από την Συρία με τη δεκάχρονη κόρη του, κι ένας μπανάλ ρατσιστής, ο Νάκος. Το μοιραίο λάθος του Νάκου γίνεται η αφορμή ν’ ανατραπούν τα σχέδια του Τάρεκ, αλλά και η μοίρα του

Μετά την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, “Wild Duck”, ασχολείται και πάλι ως επί το πλείστον με μια αθηναϊκή αστικού περιβάλλοντος, δηλαδή με μια μικρή ομάδα ανθρώπων, την αλληλεπίδραση μεταξύ τους και με τον έξω κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, ένας από τους κατοίκους της πολυκατοικίας που βρίσκεται στην Πλατεία, ο 38αρης Νάκος, τα βάζει με τους “ξένους” που γεμίσανε την “Πλατεία του”. Τον υποδύεται ο Μάκης
Παπαδημήτριου δίνοντας μια μεστή ερμηνεία τόσο μέσα στο πλάνο όσο και από “έξω”, καθώς ακούμε συχνά voice over του (ένα ακόμη στοιχείο του σκοτεινού κινηματογραφικού είδους “film noir”), που προδίδουν, άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε χωρίς, τις επικίνδυνες σκέψεις του.
Mεστή ερμηνεία δίνει και ο συμπρωταγωνιστής του, Γιάννης Στάνκογλου, που υποδύεται τον τατουατζή “Μπίλλη” ο οποίος “δεν κατάφερε να φύγει”, με την πάντα στιβαρή παρουσία του.

Διακρίνονται και κάποιες σεναριακές ευκολίες ώστε να ενωθούν οι ιστορίες των χαρακτήρων μεταξύ τους, όμως αυτό δεν χαλάει την εικόνα του σκληρού ρεαλισμού που έχει ήδη δημιουργηθεί. Ούτε αναιρεί την αφηγηματική δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη καθώς το αίσθημα της αγωνίας για την κατάληξη των ηρώων, δεν φεύγει.

Ο σκηνοθέτης/συνσεναριογράφος της θέλει να μας χώσει στον κόσμο της ταινίας του, στον κόσμο της “Πλατείας”, έναν κόσμον που εμείς ως κάτοικοι της χώρας αυτής, δεν αργούμε καθόλου να γνωρίσουμε αλλά και να τον νιώσουμε σαν τσιμπιά στο πετσί μας ώστε να μας προσγειώσει στην πραγματικότητα του/μας.

Παρασκευή Γιουβανάκη
Bαθμολογία 3/5

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Lady Macbeth- Κριτική

O Oυίλιαμ Ολντρίντ, είναι ένας διάσημος θεατρικός σκηνοθέτης -κάτι που γίνεται φανερό στην πρώτη αυτή κινηματογραφική σκηνοθεσία του. Στην παρθενική του μεγάλου μήκους λοιπόν, καταφέρνει να μας αποδείξει πως με όπλο μονάχα τον μινιμαλισμό, είναι υπεραρκετό για να εκφράσεις όσο χρειάζονται, δίχως περιττούς ψευτοεντυπωσιασμούς.
Αρκεί μονάχα ένα…μπλε φόρεμα.

Συλλαμβάνοντας αβίαστα, μα με απόλυτη ακρίβεια, λεπτές ψυχολογικές, συναισθηματικές και κοινωνικές αποχρώσεις, αυτό το κομψό, εντυπωσιακό φιλμ λαμβάνει χώρα στην αγγλική εξοχή του 1865. Η Κάθριν ασφυκτιά μέσα στο γάμο της μ’ έναν πικρόχολο άνδρα που έχει τα διπλά της χρόνια και μια ψυχρή, αμείλικτη οικογένεια. Όταν μπαίνει σε μια παθιασμένη σχέση μ’ έναν νεαρό εργάτη που δουλεύει στο κτήμα του συζύγου της, ξυπνά μέσα της μια αδάμαστη δύναμη, τόσο ισχυρή, που δεν θα καταλαγιάσει αν δεν πετύχει αυτό που θέλει.


Μέσα σε λιγότερο από 90 λεπτά, κατορθώνει την επαρκή εξιστόρηση της ζοφερής και τραγικής ιστορίας της νεαρής ηρωίδας Κάθριν, που τολμά και τα βάζει με τον πατριαρχισμό με ανορθόδοξους και ακραίους τρόπους μεν αλλά η πικρή αλήθεια είναι πως πολλές φορές είναι απαραίτητο να φτάσεις στα άκρα για να καταφέρεις να ακουστείς. Ο μινιμαλισμός αλλά και το μαύρο χιούμορ που χρησιμοποιεί ανά στιγμές ο δημιουργός, ανυψώνονται σαν γροθιά μέσα στις σκηνές, φυσικά απροσδόκητα, με στόχο το πρόσωπο του εξευτελιστικού καθωσπρεπισμού εκείνης και όχι μόνο, της εποχής.


Ο δημιουργός επιλέγει κοφτό και με ασυνέχειες μοντάζ, ώστε να επιτείνει τη δράση και ειδικά το σασπένς που γεννιέται από το γεμάτο ανατροπές και ορισμένες έξυπνες αλλαγές σε σύγκριση με τη νουβέλα, σενάριο.

Florence Pugh είναι το όνομα της πρωταγωνίστριας το οποίο καλό είναι να το κρατήσουμε στην κινηματογραφική μας μνήμη , αφού την είδαμε και τη θαυμάσαμε σε αυτή, τη μόλις δεύτερη ταινία της. Σκοτεινή και λιγομίλητη, δίνει μια στιβαρή ερμηνεία με μια διαρκή ειρωνεία και απειλή στο βλέμμα της, που είναι και τα ακριβή στοιχεία που εκφράζουν την ηρωίδα της. Κινείται απειλητικά όχι μόνο σε εσωτερικούς αλλά και σε εξωτερικούς χώρους (το απέραντο λιβάδι φαντάζει ένας μικρός θάμνος μπροστά της), με το εντυπωσιακό μπλε φόρεμα της να την τοποθετεί όχι μόνο στο κέντρο του πλάνου αλλά και της προσοχής μας. Ερμηνευτικά αξιοπρόσεχτη είναι και η πρωτοεμφανιζόμενη  Naomi Ackie, η σεναριακή Anna, που με τη συγκρατημένη ερμηνεία της είναι η ανύμπορη να αντιδράσει με όλα αυτά που βλέπει να συμβαίνουν γύρω της, οικιακή βοηθός.

Μια διαφορετική ιστορία εποχής που αξίζει την προσοχή μας.

Παρασκευή Γιουβανάκη

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Swiss Army Man – Κριτική 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης



Το πρώτο έργο των “Daniels” μπορεί να περιγραφεί μέσα σε 4 λέξεις μόνο: πρωτότυπο, έξυπνο, ευαίσθητο, ξεκαρδιστικό.

Α, και σίγουρα δεν θα σε κάνει να σκεφτείς “Ωχ πάλι τα ίδια;!”.
Έρχεται από το φεστιβάλ που όλοι-ες εμπιστευόμαστε, το Sundance όπου έκανε (καλό και κακό) πάταγο, να μας “ταράξει και στη Θεσσαλονίκη, στο 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου.

Σε περισσότερα λόγια είναι μια «γκόνζο» κωμωδία και μαζί μια buddy movie δια χειρός δύο επιφανών σκηνοθετών βιντεοκλίπ και διαδραστικών ταινιών, πότε παράλογη και πότε συναισθηματική, πότε πνευματώδης και πότε μύχια, και πάλι από την αρχή.
Ο Χανκ είναι χαμένος στην ερημιά κι έχει εγκαταλείψει κάθε ελπίδα να επιστρέψει σπίτι. Ώσπου κάποια μέρα όλα αλλάζουν, όταν ένα πτώμα με το όνομα Μάνι ξεβράζεται στην ακτή. Οι δυο τους γίνονται κολλητοί και ξεκινούν για μια επική περιπέτεια που θα ξαναφέρει τον Χανκ στην αγκαλιά της γυναίκας των ονείρων του.

Το κάφρικο χιούμορ σε όλο του το μεγαλείο. Γελάς με τη ψυχή βλέποντας τις κωμικοτραγικές και εντελώς παράλογες καταστάσεις (νεκρό σώμα που κλάνει ασύστολα, αλήθεια τώρα;) που εξελίσσονται μπροστά στα μάτια σου. Τούτες οι κωμικοτραγικές καταστάσεις όμως δεν είναι τυχαίες ή απλά άκυρες ώστε να γελάσουμε, τουλάχιστον οι περισσότερες από αυτές. Μέσα από το πνευματώδες χιούμορ του φιλμ, “ακούγονται” οι φωνές της φιλίας, της αγάπης, της αφοσίωσης. Οι σκηνές δεν αφηγούνται απλά τα γεγονότα, αλλά τα δείχνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να γελάς αλλά ταυτόχρονα να σε πιάνει ένα περίεργο feeling ότι εδώ κάτι σημαντικό υπάρχει (αλλά φαινομενικά, κρύβεται). Η αχαλίνωτη φαντασία των δημιουργών που βάζει για πρωταγωνιστή έναν πεθαμένο, μιλά για της αξίες της αγάπης, του έρωτας και της φιλίας όπως μια κλασική ρομαντική ταινία που έχει για πρωταγωνιστές…ζωντανούς ήρωες.
Στους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους βλέπουμε το δίδυμο Paul Dano-Daniel Radcliffe, να δίνουν δύο αξεπέραστες ερμηνείες και να το γουστάρουν τρελά που τους δόθηκαν οι αντίστοιχοι ρόλοι. Ο δεύτερος, που όλοι και όλες μας τον μάθαμε μέσα από τον ρόλο του ως ο αγαπημένος μαθητευόμενος μάγος Harry Potter, κάνει ότι περνά από το χέρι του να βγάλει επιτέλους αυτήν την (κινηματογραφική) “κάπα” από πάνω του και να αποδείξει πως μπορεί να “παίξει” και με κάτι άλλο εκτός από σκουπόξυλα. Και εδώ, μας δίνει την τρανταχτή απόδειξη.

Αν και κάπου προς τα τελευταία του…η ταινία, όχι το πτώμα του Radcliffe, φαίνεται να ξεφεύγει από τα κάφρικα χωρίς στάνταρ κατεύθυνση μονοπάτια και να κατευθύνεται προς εκείνα να πιο περπατημένα και πιο ασφαλή, παραμένει ένα έργο-ελβετικός σουγιάς.
Μπορεί και σου προσφέρει (σχεδόν) τα πάντα.

Παρασκευή Γιουβανάκη

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Άφτερλωβ Κριτική ταινίας



Mετά τη βράβευση στο 69ο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, το ντεμπούτο μεγάλου μήκους του Στέργιου Πάσχου έρχεται να διαγωνιστεί αλλά και να κάνει την πρεμιέρα του στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

To «ΑΦΤΕΡΛΩΒ» του Στέργιου Πάσχου με τους Χάρη Φραγκούλη και Ηρώ Μπέζου είναι μια αστεία, συγκινητική και καυστική μετα-ερωτική ιστορία δυο ανθρώπων που αρνούνται να μεγαλώσουν με το φιλμ να παρακολουθεί την απέλπιδα προσπάθεια ενός ζευγαριού για επικοινωνία. Αποκλεισμένοι και έγκλειστοι, αγκαλιά με λέξεις που περισσεύουν αλλά δεν φτάνουν για να εκφράσουν την ταραχή τους, περικυκλωμένοι από αναμνήσεις και ανήμποροι να εξηγήσουν αυτό που τους συμβαίνει, οι δυο ήρωες ξεκινούν μια αθώα βόλτα στην εξοχή για να συνειδητοποιήσουν πολύ γρήγορα πως έχουν χαθεί σ’ ένα αφιλόξενο κι ανεξερεύνητο δάσος.

Είναι καλοκαίρι, η Αθήνα βράζει, αλλά ο τριαντάχρονος Νίκος δροσίζεται στα βόρεια προάστια, πίνοντας κοκτέιλ δίπλα στην πισίνα. Η πισίνα δεν είναι δική του, αλλά του Σταύρου, που έχει ζητήσει από τον Νίκο να προσέχει το σπίτι και τη Λέιλα –τον σκύλο του– για το καλοκαίρι. Η ευκαιρία μοιάζει μοναδική στον άφραγκο μουσικό, που αποφασίζει να καλέσει εκεί την πρώην κοπέλα του, Σοφία, για ολιγοήμερες διακοπές στην πόλη. Όταν όμως η ανυποψίαστη Σοφία καταφτάνει, οι διακοπές στον παράδεισο βγαίνουν εκτός τροχιάς. Ο Νίκος την κλειδώνει στο στούντιο του σπιτιού, αποφασισμένος να μην την αφήσει να φύγει, αν δεν μάθει τους λόγους για τους οποίους χώρισαν. Γιατί; Επειδή ακόμα δεν έχει καταλάβει. Κι αν δεν την καταλάβει, πώς θα την ξεπεράσει; Εγκεφαλικά. Γιατί ερωτικά την έχει ξεπεράσει. Φυσικά…

Ο σκηνοθέτης  τοποθετεί επίτηδες τους δύο ήρωες του έγκλειστους σε μια σπιταρώνα, αφήνοντας τους μέσα από αυθόρμητες, αυτοσχεδιαστικές κουβέντες να προσπαθούν (;) να επαναφέρουν την αγάπη που τους ένωνε. Επιλέγει τον κλειστό χώρο ως συμβολισμό καθώς σε ποικίλες περιπτώσεις, όλοι και όλες είμαστε κλεισμένοι και φυλακισμένοι των σκέψεων μας δίχως να μπαίνουμε στη διαδικασία να ακούσουμε τα λεγόμενα και του άλλου-ης. 
Το στήσιμο της ιστορίας και των χαρακτήρων θυμίζει κάτι από nouvelle vague του '60 και το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά της τελευταίας δεκαετίας.

Αρκεί όμως η "αγάπη" για να επαναφέρει την πραγματική αγάπη;
Αυτό το ερώτημα απαντάται με την εύστοχη τελευταία σκηνή, στην οποία όλοι-ες κάπου θα συναντήσουμε τους εαυτούς μας.

Τα θερμά κυρίως χρώματα (κόκκινο και κίτρινο) έχουν τον δικό τους χαρακτήρα στο φιλμ και τοποθετούνται με τρόπο σαν να μάχονται μεταξύ τους- όπως ακριβώς και οι ήρωες τους που τα φορούν).
Γλυκιά και αστεία νότα δίνει και το μουσικό κομμάτι της ταινίας με πρωτεργάτη αυτό της Melentini που ακούει στο ίδιο όνομα.

Παρασκευή Γιουβανάκη

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Όντως φιλιούνται; Κριτική ταινίας

To “Όντως φιλιούνται;”, είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του νεαρού και από ότι φαίνεται πολλά υποσχόμενου σκηνοθέτη Γιάννη Κορρέ. Mια σύγχρονη κομεντί γεμάτη χιούμορ και τρυφερότητα. Αλλά εκτός από αυτό, είναι μια άκρως πρωτότυπη μα πάνω από όλα πλασμένη με μεράκι, ελληνική ταινία που κάνει την πρεμιέρα της στο 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.

Ο Ντάνυ και η Στέλλα, λίγο πριν τα τριάντα, ανήκουν σε μια γενιά που δεν έχει ακόμα καθοριστεί. Ίσως διότι οι εξελίξεις που τη διαμορφώνουν ακόμα τρέχουν. Κι όσο οι εξελίξεις τρέχουν, ο Ντάνυ και η Στέλλα ζουν την πρώτη φάση της σχέσης τους. Η επίσκεψη του Αχιλλέα στο σπίτι του Ντάνυ γίνεται αφορμή για μια συζήτηση γύρω από το τι σημαίνει να υπάρχεις στη σύγχρονη πραγματικότητα και παράλληλα μας παραπέμπει στο χρονικό της σχέσης του Ντάνυ και της Στέλλας, από το Α ώς το τώρα. Χρησιμοποιώντας τον Ντάνυ ως κεντρικό χαρακτήρα και τις κωμικοτραγικές καταστάσεις στις οποίες συχνά βρίσκεται –ή δημιουργεί–, η ταινία επιχειρεί να μιλήσει γι’ αυτήν τη γενιά, με το χιούμορ που της αρμόζει και την κατανόηση που της αξίζει.

Το φιλμ ξεκινά με έναν διάλογο γεμάτος χιούμορ αλλά και σταράτες κουβέντες που θυμίζει κάπως αυτούς του παραλόγου. Και αυτό είναι το σημάδι για να καταλάβουμε πως σε ολόκληρο το φιλμ παίζει σημαντικότατο ρόλο ο διάλογος, ένας διάλογος χιουμοριστικός που όμως αρνείται να “μασήσει τα λόγια του”.
Ο Κορρές τοποθετεί την κάμερα του έτσι ώστε να λειτουργεί ως “ακροατής”, αφήνεται στους ήρωες του και παραμένει σε όλη τη διάρκεια των συζητήσεων τους που γίνονται κυρίως κάτω τη “γλυκιά” μυρωδιά του χόρτου, ένας πολύ καλός ακροατής που σέβεται και δεν διακόπτει τους συνομιλητές του. Έχοντας και ακόμη ένα χαρακτηριστικό αυτές οι συζητήσεις, τον αυτοσχεδιασμό, βοηθούν τον θεατή να ταυτιστεί πιο εύκολα με τις ίδιες και τους ομιλητές τους.

To χιούμορ μετράει πάρα πολύ στην κινηματογραφική δουλειά του Κορρέ και αυτό είναι εμφανέστατο σε κάθε σκηνή ακόμη και σε αυτές των πιο “σοβαρών περιεχομένων”. Και αυτό είναι το γαμώτο του σκηνοθέτη που θέλει να μας περάσει δίχως περιττές σάλτσες και παρατράγουδα.
Το χιούμορ, το γέλιο, μας είναι εντελώς απαραίτητο.

Συνοψίζοντας, έχουμε να κάνουμε με μια ενδιαφέρουσα παρθενική σκηνοθετική απόπειρα που θέλει να την αντιμετωπίσουμε σοβαρά και ας είναι κωμωδία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το soundtrack της ταινίας που περιλαμβάνει το ομώνυμο κομμάτι από την Δεσποινίς Τρίχρωμη, αλλά και τη μουσική που υπογράφει ο “The Boy”, -Αλέξανδρος Βούλγαρης.

Παρασκευή Γιουβανάκη

57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης -Heartstone / Η πέτρα της καρδιάς Kριτική

Σκηνοθεσία/Σενάριο: Guðmundur Arnar Guðmundsson

Μια ταινία για όλους και όλες που έχουν χωθεί στην τρύπα (και πολύ πιθανόν κάπου εκεί να χάθηκαν) ώστε να αναζητήσουν αλλά και να αποδεχτούν τον εαυτό τους.

Μια ιστορία ενηλικίωσης για την αδελφική φιλία, τα χειραφετημένα κορίτσια και τη σημασία της οικογένειας, που αντλεί έμπνευση από τη φύση, αλλά και από τα έντονα συναισθήματα που ξυπνούν καθώς βαδίζεις σε απάτητο έδαφος.
Μια ιστορία που φυσικά, δεν έχει ηλικία.

Σ’ ένα απομακρυσμένο ψαροχώρι της Ισλανδίας, δύο έφηβοι περνούν ένα ανήσυχο καλοκαίρι, καθώς ο ένας προσπαθεί να κερδίσει την καρδιά ενός κοριτσιού, ενώ ο άλλος ανακαλύπτει πως τρέφει άλλου είδους αισθήματα για τον κολλητό του. Όταν το καλοκαίρι τελειώνει και τα καιρικά φαινόμενα της Ισλανδίας επιστρέφουν δριμύτερα, τα αγόρια θα αντιμετωπίσουν τις πιέσεις από το περιβάλλον τους και τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, που έχουν τη δύναμη να τους χωρίσουν…
Σκηνοθετημένο με φανερή την παιχνιδιάρικη και πειραχτική διάθεση.
Η κάμερα αγκαλιάζει του έφηβους κυρίως ήρωες της με αμέτρητα κοντινά πλάνα και μοιράζεται μαζί τους τα προβλήματα που τους απασχολούν και τα αποδίδει με σεβασμό και αληθοφάνεια, ενώ την ίδια στιγμή, η φωτογραφία τους δίνει ζεστά και φυσικά χρώματα.

Εκτός από τους κεντρικούς χαρακτήρες, πρωταγωνιστούν η παιδική/εφηβική αφέλεια -κυρίως από την πλευράς των αγοριών καθώς τα κορίτσια παρουσιάζονται πιο ξεπεταγμένα και θαρραλέα, τα πειράγματα ανάμεσα στους φιλικούς και οικογενειακούς δεσμούς, η wanna be αλητεία. Και όλα αυτά, εφόσον είναι δοσμένα και κινηματογραφημένα με χιούμορ, γίνονται η ανάσα ανακούφισης που παίρνουμε και ξεχνάμε για λίγο τα προβλήματα που δημιουργούνται αν μη τι άλλο από τα τα στερεότυπα που πνίγουν και καθορίζουν την ανθρώπινη κοινωνία αλλά και την ταινία, καθώς αποτελούν τη βασική θεματική της (σεξουαλικότητα στην παιδική και μη ηλικία, κοινωνική θέση της γυναίκας). Στη θεματική αυτή, ο σκηνοθέτης προσθέτει μερικά αυτοβιογραφικά στοιχεία κάτι που βοηθά στην πειστικότητα ανάπλαση και μετέπειτα παρουσίαση των γεγονότων.

Και φυσικά, αξίζει να αναφερθούν οι γεμάτες ζωντάνια και νεύρο ερμηνείες των μικρών ηθοποιών, που ενώ βρίσκονται ακόμη στο ερασιτεχνικό επίπεδο, οι ερμηνείες τους θυμίζουν αυτές του επαγγελματικού.

Κλείνει, χαρίζοντας μας μια ελπίδα για μια καλύτερη ανθρωπότητα και ένα καλύτερο μέλλον.

Παρασκευή Γιουβανάκη


Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Κυλά στο Αίμα» («In the Blood»), κριτική -57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσ/κης,

Ο διακεκριμένος Δανός σεναριογράφος του  «Κορίτσι με το Τατουάζ», Ράσμους Χέιστερμπεργκ, μας παρουσιάζει την παρθενική του σκηνοθετική δουλειά, με ταραχώδης αλλά και γλυκιά σε σημεία κινηματογράφηση μιλώντας για τη φιλία, τη μοναξιά, τους προβληματισμούς της τρυφερής ηλικίας των 20, μέσα από μια παρέα τεσσάρων αγοριών κατά την περίοδο των καλοκαιρινών μηνών. Έδρα τους, η πανέμορφη πόλη της Κοπεγχάγης, την οποία όμως έχουν βαρεθεί πλέον οι ήρωες της.

Η ταινία του Heisterberg δεν είναι μια ακόμη ταινία ενηλικίωσης, μα περισσότερο μια σπουδή πάνω στο υπαρξιακό άγχος μιας γενιάς που μοιάζει προνομιούχα και δίχως προβλήματα. Πρωταγωνιστής είναι ο 23χρονος Σίμον που βλέπει τη ζωή του να αλλάζει ριζικά στη διάρκεια ενός καλοκαιριού στην Κοπεγχάγη, το τελευταίο που περνά με τους τρεις συγκατοίκους του. 
Κάθε νύχτα, τα τέσσερα αγόρια παρτάρουν, μεθούν και κυνηγάνε κορίτσια, την άλλη μέρα ξυπνούν και πάλι απ’ την αρχή. Μόνο που οι καιροί αλλάζουν: όταν όλοι στην παρέα εκτός από τον Σίμον συμφωνούν να πουλήσουν το διαμέρισμά τους, ξεκινούν οι εντάσεις. Ο Σίμον δεν είναι έτοιμος ν’ αφήσει πίσω του τις ανέμελες μέρες, κι όμως βλέπει τους άλλους να βρίσκουν απάγκιο στην ενηλικίωση. 

Πάρα το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μία οπτικοακουστικά γεμάτη αλλά σεναριακά κενή ταινία, μπορούμε να διακρίνουμε την αληθοφάνεια της ενώ είναι εμφανέστατο πως ο σκηνοθέτης δεν προσπαθεί να σου πουλήσει κάτι το πρωτότυπο. Προσπαθεί όμως να σε αγγίξει και να σε κάνει να ταυτιστείς με έναν από τους ήρωες του. Και το καταφέρνει, ειδικά αν είσαι ηλικιακά κοντά μαζί τους. Νιώθεις πως αγαπά και σέβεται τους ήρωες του και πως αρνείται κατηγορηματικά να κρίνει την αστάθεια, την αυτοκαταστραφικότητα που πνίγει τον πρωταγωνιστή του, Σιμόν. 
Oύτε καν όταν ο κολλητός του, τον κατηγορεί φωνάζοντας του "Γιατί πρέπει να τα σκατώνεις όλα και πάντα γαμώτο;!"
Ιδιαίτερη βάση δίνεται στην οπτική απεικόνιση της ιστορίας με επίκεντρο στο μοντάζ που "παίζει" με τα πλάνα εμφανίζοντας το ένα μέσα στο άλλο προσδίδοντας έτσι μια ονειρική ατμόσφαιρα. Ενώ τη μια στιγμή καλείται να αποδώσει τις παρενέργειες των ουσιών που παίρνει ο πρωταγωνιστής αλλά και αυτές των χαρακτήρων, την άλλη καλείται να αποτυπώσει μαζί με τη σκηνοθεσία, ονειρικές σκηνές, φωτισμένες με ζεστά και θαμπά χρώματα. Τις ονειρικές σκηνές και όχι μόνο συνοδεύει ένα άκρως επιτυχημένο soundtrack γεμάτο μοντέρνους και νεανικούς ήχους.

Εν ολίγοις, ναι μεν το φιλμ δεν σφύζει από πρωτοτυπία, μπορεί όμως να μας προβληματίσει (με την καλή έννοια) βυθίζοντας μας στον κόσμο του.

Παρασκευή Γιουβανάκη

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Porto, κριτική ταινίας

Ένα φιλμ αφιερωμένο στον πρόσφατα αδικοχαμένο Anton Yelchin, όπως μας πληροφορoύν τόσο οι τίτλοι τέλους όσο και ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του, ένας πολλά υποσχόμενος κινηματογραφιστής που ακούει στο όνομα Gabe Klinger. 

Tο boys meets girl “Porto” είναι γυρισμένο στην ομώνυμη πόλη, μια πόλη που δεν έχει κινηματογραφηθεί όσο της αξίζει. Ο Τζέικ και η Ματί είναι δύο αουτσάιντερ στην πόλη του Πόρτο που υπήρξαν κάποτε για λίγο μαζί. Μυστήριο καλύπτει τις στιγμές που μοιράστηκαν, και ψάχνοντας μέσα από άλλοτε χαρούμενες κι άλλοτε οδυνηρές αναμνήσεις, ξαναζούν την αιφνιδιαστική τους συνάντηση που σταμάτησε το χρόνο για μία νύχτα. Γυρισμένο σε φιλμ 8, 16 και 35mm μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια γνήσια ρομαντική εμπειρία, γεμάτη σινεφίλ αναφορές, ενώ o αγαπημένος φεστιβαλικά και μη, Τζιμ Τζάρμους, είναι executive producer της ταινίας-με λίγα λόγια, έχει δώσει τις “ευλογίες” του για την ολοκλήρωση του “Porto”.

Γυρισμένο πανέμορφα με φιλμ, χωρισμένο σε 3 αφηγηματικές ενότητες, μας ταξιδεύει στην πανέμορφη πόλη της Πορτογαλίας και μας μιλά έμμεσα για τη σχέση του ανθρώπου με την Τέχνη του Κινηματογράφου και άμεσα για τη μεγαλειότητα του Έρωτα.

Αυτά, μέσα από την απεριόριστη τζαζ διάθεση του και τα ερωτεύσιμα πλάνα των οποίων το κάδρο αλλάζει συχνά μέγεθος και τα μετατρέπει σε πανέμορφες στατικές φωτογραφίες σαν Polaroid, εμπωλιασμένες με τις αποχρώσεις που θα μπορούσε να έχει ο Έρωτας.
Σε όλο το μήκος του φιλμ κυριαρχεί η νωχελικότητα, στοιχείο που χαρίζουν απλόχερα τα γεμάτα ρομαντισμό πλάνα, που μοιάζουν με μικρά ποιήματα. 


To αγόρι και το κορίτσι, το κορίτσι και το αγόρι, τα ενώνει ο κεραυνοβόλος έρωτας που προκαλεί στη συνέχεια τον ασταμάτητο πόθο. Οι ήρωες χάνονται στον έρωτα τους, στην αχρονία που αυτό φέρνει και ζουν το τώρα τους.
Οι δύο ηθοποιοί που ενσαρκώνουν τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, ενώνονται υποκριτικά με μια πανέμορφη χημεία και “ζουν” την κάθε τους στιγμή όπως ακριβώς και οι ήρωες τους. Κοντά τους, η κάμερα, τους κινηματογραφεί λες και τους αγκαλιάζει. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι αληθινές, ζωντανές, τέλειες.
Ιδιαίτερο ρόλο έχει και η μουσική, γεμάτη τζαζ ρομαντικούς ήχους και τραγούδια-το instrumental κομμάτι  υπό τις μελωδίες πιάνου που ακούγεται, ολοκληρώνει την απόλυτη γοητεία στην αντίστοιχη σκηνή.

Εμείς, δεν έχουμε παρά να χαθούμε μέσα σε αυτό που λέγεται "έρωτας", μαζί με τους ήρωες.


Bαθμολογία 3/5
Παρασκευή Γιουβανάκη

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Alone in Berlin, κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Vincent Perez
Hθοποιοί: Emma Thompson, Daniel Bruhl, Brendan Gleeson, Mikael Persbrandt 

Εξήντα χρόνια μετά από την δημοσίευσή του, το μυθιστόρημα του Χανς Φαλάντα «Alone in Berlin/ Every Man Dies Alone», που γράφτηκε ακριβώς μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν ένα από τα πρώτα αντιναζιστικά βιβλία, έγινε παγκόσμιο μπεστ-σέλερ και κέρδισε τον χαρακτηρισμό του «σπουδαιότερου βιβλίου που γράφτηκε ποτέ για την γερμανική αντίσταση απέναντι στους Ναζί» από τον συγγραφέα και ποιητή Πρίμο Λέβι, επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος. 

Βερολίνο, 1940. Η πόλη έχει παραλύσει από το φόβο. Ο Όττο και η Άννα Κουάνγκελ είναι ένα ζευγάρι που ζει σε ένα φτωχικό διαμέρισμα και προσπαθεί, όπως όλοι οι άλλοι, να αποφύγει τους κινδύνους της ζωής υπό την καταπιεστική ναζιστική κυβέρνηση. Όταν, όμως, ο μοναχογιός τους σκοτώνεται στο μέτωπο, η απώλεια τούς οδηγεί σε μια απίστευτη πράξη αντίστασης. Αρχίζουν να αφήνουν καρτ ποστάλ παντού στην πόλη, στις οποίες γράφουν μηνύματα ενάντια στον Χίτλερ και τους Ναζί. Αν τους πιάσουν, η εκτέλεση είναι σίγουρη.
Σύντομα, η καμπάνια τους πέφτει στην προσοχή ενός ερευνητή της Γκεστάπο και ένα φονικό παιχνίδι ξεκινά. Όμως, το παιχνίδι αυτό μόνο ενδυναμώνει την αποφασιστικότητα του Όττο και της Άννα, αλλά και την μεταξύ τους αγάπη, που φουντώνει καθώς ενώνονται στην χαμηλών τόνων αλλά βαθιά τους επανάσταση.
 
Tα δύο πολύ σημαντικά ονόματα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους-η Emma Thompson φυσικά έχει την πρωτιά, αποτελούν κύριο λόγο για να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον μια ταινία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το  "Βερολίνο". 
Δυστυχώς όμως σκηνοθεσία και  σενάριο δεν φαίνεται να κατάλαβαν την πραγματική αξία των ονομάτων που έχουν στα χέρια τους αλλά και την άκρως ενδιαφέρουσα θεματική του μυθιστορήματος. Την ηρωική ιστορία που μας μαθαίνει/εκληπαρεί νa έχουμε το θάρρος να αντισταθούμε στην απειλή, το άδικο, στο κακό.

Το φιλμ παραμένει άνευρο έως και αδιάφορο σε όλο του το μήκος ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να παραμείνει μια απλή τηλεταινία. 
Αν το σενάριο δεν βασιζόταν σε πραγματική ιστορία ίσως και να μην μας ενθουσιάζε διόλου σαν κινηματογραφική ιδέα. 
Παράλληλα, εάν δεν είχε τα δύο αυτά ονόματα, Emma Thompson και Brendan Gleeson, δεν θα επιβιώνε με τίποτα σαν φιλμ.

Βαθμολογία 1.5/5
Παρασκευή Γιουβανάκη