To “Όντως φιλιούνται;”, είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του νεαρού και από ότι φαίνεται πολλά υποσχόμενου σκηνοθέτη Γιάννη Κορρέ. Mια σύγχρονη κομεντί γεμάτη χιούμορ και τρυφερότητα. Αλλά εκτός από αυτό, είναι μια άκρως πρωτότυπη μα πάνω από όλα πλασμένη με μεράκι, ελληνική ταινία που κάνει την πρεμιέρα της στο 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
Ο Ντάνυ και η Στέλλα, λίγο πριν τα τριάντα, ανήκουν σε μια γενιά που δεν έχει ακόμα καθοριστεί. Ίσως διότι οι εξελίξεις που τη διαμορφώνουν ακόμα τρέχουν. Κι όσο οι εξελίξεις τρέχουν, ο Ντάνυ και η Στέλλα ζουν την πρώτη φάση της σχέσης τους. Η επίσκεψη του Αχιλλέα στο σπίτι του Ντάνυ γίνεται αφορμή για μια συζήτηση γύρω από το τι σημαίνει να υπάρχεις στη σύγχρονη πραγματικότητα και παράλληλα μας παραπέμπει στο χρονικό της σχέσης του Ντάνυ και της Στέλλας, από το Α ώς το τώρα. Χρησιμοποιώντας τον Ντάνυ ως κεντρικό χαρακτήρα και τις κωμικοτραγικές καταστάσεις στις οποίες συχνά βρίσκεται –ή δημιουργεί–, η ταινία επιχειρεί να μιλήσει γι’ αυτήν τη γενιά, με το χιούμορ που της αρμόζει και την κατανόηση που της αξίζει.
Το φιλμ ξεκινά με έναν διάλογο γεμάτος χιούμορ αλλά και σταράτες κουβέντες που θυμίζει κάπως αυτούς του παραλόγου. Και αυτό είναι το σημάδι για να καταλάβουμε πως σε ολόκληρο το φιλμ παίζει σημαντικότατο ρόλο ο διάλογος, ένας διάλογος χιουμοριστικός που όμως αρνείται να “μασήσει τα λόγια του”.
Ο Κορρές τοποθετεί την κάμερα του έτσι ώστε να λειτουργεί ως “ακροατής”, αφήνεται στους ήρωες του και παραμένει σε όλη τη διάρκεια των συζητήσεων τους που γίνονται κυρίως κάτω τη “γλυκιά” μυρωδιά του χόρτου, ένας πολύ καλός ακροατής που σέβεται και δεν διακόπτει τους συνομιλητές του. Έχοντας και ακόμη ένα χαρακτηριστικό αυτές οι συζητήσεις, τον αυτοσχεδιασμό, βοηθούν τον θεατή να ταυτιστεί πιο εύκολα με τις ίδιες και τους ομιλητές τους.
To χιούμορ μετράει πάρα πολύ στην κινηματογραφική δουλειά του Κορρέ και αυτό είναι εμφανέστατο σε κάθε σκηνή ακόμη και σε αυτές των πιο “σοβαρών περιεχομένων”. Και αυτό είναι το γαμώτο του σκηνοθέτη που θέλει να μας περάσει δίχως περιττές σάλτσες και παρατράγουδα.
Το χιούμορ, το γέλιο, μας είναι εντελώς απαραίτητο.
Συνοψίζοντας, έχουμε να κάνουμε με μια ενδιαφέρουσα παρθενική σκηνοθετική απόπειρα που θέλει να την αντιμετωπίσουμε σοβαρά και ας είναι κωμωδία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το soundtrack της ταινίας που περιλαμβάνει το ομώνυμο κομμάτι από την Δεσποινίς Τρίχρωμη, αλλά και τη μουσική που υπογράφει ο “The Boy”, -Αλέξανδρος Βούλγαρης.
Παρασκευή Γιουβανάκη
Ο Ντάνυ και η Στέλλα, λίγο πριν τα τριάντα, ανήκουν σε μια γενιά που δεν έχει ακόμα καθοριστεί. Ίσως διότι οι εξελίξεις που τη διαμορφώνουν ακόμα τρέχουν. Κι όσο οι εξελίξεις τρέχουν, ο Ντάνυ και η Στέλλα ζουν την πρώτη φάση της σχέσης τους. Η επίσκεψη του Αχιλλέα στο σπίτι του Ντάνυ γίνεται αφορμή για μια συζήτηση γύρω από το τι σημαίνει να υπάρχεις στη σύγχρονη πραγματικότητα και παράλληλα μας παραπέμπει στο χρονικό της σχέσης του Ντάνυ και της Στέλλας, από το Α ώς το τώρα. Χρησιμοποιώντας τον Ντάνυ ως κεντρικό χαρακτήρα και τις κωμικοτραγικές καταστάσεις στις οποίες συχνά βρίσκεται –ή δημιουργεί–, η ταινία επιχειρεί να μιλήσει γι’ αυτήν τη γενιά, με το χιούμορ που της αρμόζει και την κατανόηση που της αξίζει.
Το φιλμ ξεκινά με έναν διάλογο γεμάτος χιούμορ αλλά και σταράτες κουβέντες που θυμίζει κάπως αυτούς του παραλόγου. Και αυτό είναι το σημάδι για να καταλάβουμε πως σε ολόκληρο το φιλμ παίζει σημαντικότατο ρόλο ο διάλογος, ένας διάλογος χιουμοριστικός που όμως αρνείται να “μασήσει τα λόγια του”.
Ο Κορρές τοποθετεί την κάμερα του έτσι ώστε να λειτουργεί ως “ακροατής”, αφήνεται στους ήρωες του και παραμένει σε όλη τη διάρκεια των συζητήσεων τους που γίνονται κυρίως κάτω τη “γλυκιά” μυρωδιά του χόρτου, ένας πολύ καλός ακροατής που σέβεται και δεν διακόπτει τους συνομιλητές του. Έχοντας και ακόμη ένα χαρακτηριστικό αυτές οι συζητήσεις, τον αυτοσχεδιασμό, βοηθούν τον θεατή να ταυτιστεί πιο εύκολα με τις ίδιες και τους ομιλητές τους.
To χιούμορ μετράει πάρα πολύ στην κινηματογραφική δουλειά του Κορρέ και αυτό είναι εμφανέστατο σε κάθε σκηνή ακόμη και σε αυτές των πιο “σοβαρών περιεχομένων”. Και αυτό είναι το γαμώτο του σκηνοθέτη που θέλει να μας περάσει δίχως περιττές σάλτσες και παρατράγουδα.
Το χιούμορ, το γέλιο, μας είναι εντελώς απαραίτητο.
Συνοψίζοντας, έχουμε να κάνουμε με μια ενδιαφέρουσα παρθενική σκηνοθετική απόπειρα που θέλει να την αντιμετωπίσουμε σοβαρά και ας είναι κωμωδία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το soundtrack της ταινίας που περιλαμβάνει το ομώνυμο κομμάτι από την Δεσποινίς Τρίχρωμη, αλλά και τη μουσική που υπογράφει ο “The Boy”, -Αλέξανδρος Βούλγαρης.
Παρασκευή Γιουβανάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου