Ο διακεκριμένος Δανός σεναριογράφος του «Κορίτσι με το Τατουάζ», Ράσμους Χέιστερμπεργκ, μας παρουσιάζει την παρθενική του σκηνοθετική δουλειά, με ταραχώδης αλλά και γλυκιά σε σημεία κινηματογράφηση μιλώντας για τη φιλία, τη μοναξιά, τους προβληματισμούς της τρυφερής ηλικίας των 20, μέσα από μια παρέα τεσσάρων αγοριών κατά την περίοδο των καλοκαιρινών μηνών. Έδρα τους, η πανέμορφη πόλη της Κοπεγχάγης, την οποία όμως έχουν βαρεθεί πλέον οι ήρωες της.
Η ταινία του Heisterberg δεν είναι μια ακόμη ταινία ενηλικίωσης, μα περισσότερο μια σπουδή πάνω στο υπαρξιακό άγχος μιας γενιάς που μοιάζει προνομιούχα και δίχως προβλήματα. Πρωταγωνιστής είναι ο 23χρονος Σίμον που βλέπει τη ζωή του να αλλάζει ριζικά στη διάρκεια ενός καλοκαιριού στην Κοπεγχάγη, το τελευταίο που περνά με τους τρεις συγκατοίκους του.
Κάθε νύχτα, τα τέσσερα αγόρια παρτάρουν, μεθούν και κυνηγάνε κορίτσια, την άλλη μέρα ξυπνούν και πάλι απ’ την αρχή. Μόνο που οι καιροί αλλάζουν: όταν όλοι στην παρέα εκτός από τον Σίμον συμφωνούν να πουλήσουν το διαμέρισμά τους, ξεκινούν οι εντάσεις. Ο Σίμον δεν είναι έτοιμος ν’ αφήσει πίσω του τις ανέμελες μέρες, κι όμως βλέπει τους άλλους να βρίσκουν απάγκιο στην ενηλικίωση.
Πάρα το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μία οπτικοακουστικά γεμάτη αλλά σεναριακά κενή ταινία, μπορούμε να διακρίνουμε την αληθοφάνεια της ενώ είναι εμφανέστατο πως ο σκηνοθέτης δεν προσπαθεί να σου πουλήσει κάτι το πρωτότυπο. Προσπαθεί όμως να σε αγγίξει και να σε κάνει να ταυτιστείς με έναν από τους ήρωες του. Και το καταφέρνει, ειδικά αν είσαι ηλικιακά κοντά μαζί τους. Νιώθεις πως αγαπά και σέβεται τους ήρωες του και πως αρνείται κατηγορηματικά να κρίνει την αστάθεια, την αυτοκαταστραφικότητα που πνίγει τον πρωταγωνιστή του, Σιμόν.
Oύτε καν όταν ο κολλητός του, τον κατηγορεί φωνάζοντας του "Γιατί πρέπει να τα σκατώνεις όλα και πάντα γαμώτο;!"
Ιδιαίτερη βάση δίνεται στην οπτική απεικόνιση της ιστορίας με επίκεντρο στο μοντάζ που "παίζει" με τα πλάνα εμφανίζοντας το ένα μέσα στο άλλο προσδίδοντας έτσι μια ονειρική ατμόσφαιρα. Ενώ τη μια στιγμή καλείται να αποδώσει τις παρενέργειες των ουσιών που παίρνει ο πρωταγωνιστής αλλά και αυτές των χαρακτήρων, την άλλη καλείται να αποτυπώσει μαζί με τη σκηνοθεσία, ονειρικές σκηνές, φωτισμένες με ζεστά και θαμπά χρώματα. Τις ονειρικές σκηνές και όχι μόνο συνοδεύει ένα άκρως επιτυχημένο soundtrack γεμάτο μοντέρνους και νεανικούς ήχους.
Εν ολίγοις, ναι μεν το φιλμ δεν σφύζει από πρωτοτυπία, μπορεί όμως να μας προβληματίσει (με την καλή έννοια) βυθίζοντας μας στον κόσμο του.
Παρασκευή Γιουβανάκη
Η ταινία του Heisterberg δεν είναι μια ακόμη ταινία ενηλικίωσης, μα περισσότερο μια σπουδή πάνω στο υπαρξιακό άγχος μιας γενιάς που μοιάζει προνομιούχα και δίχως προβλήματα. Πρωταγωνιστής είναι ο 23χρονος Σίμον που βλέπει τη ζωή του να αλλάζει ριζικά στη διάρκεια ενός καλοκαιριού στην Κοπεγχάγη, το τελευταίο που περνά με τους τρεις συγκατοίκους του.
Κάθε νύχτα, τα τέσσερα αγόρια παρτάρουν, μεθούν και κυνηγάνε κορίτσια, την άλλη μέρα ξυπνούν και πάλι απ’ την αρχή. Μόνο που οι καιροί αλλάζουν: όταν όλοι στην παρέα εκτός από τον Σίμον συμφωνούν να πουλήσουν το διαμέρισμά τους, ξεκινούν οι εντάσεις. Ο Σίμον δεν είναι έτοιμος ν’ αφήσει πίσω του τις ανέμελες μέρες, κι όμως βλέπει τους άλλους να βρίσκουν απάγκιο στην ενηλικίωση.
Πάρα το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μία οπτικοακουστικά γεμάτη αλλά σεναριακά κενή ταινία, μπορούμε να διακρίνουμε την αληθοφάνεια της ενώ είναι εμφανέστατο πως ο σκηνοθέτης δεν προσπαθεί να σου πουλήσει κάτι το πρωτότυπο. Προσπαθεί όμως να σε αγγίξει και να σε κάνει να ταυτιστείς με έναν από τους ήρωες του. Και το καταφέρνει, ειδικά αν είσαι ηλικιακά κοντά μαζί τους. Νιώθεις πως αγαπά και σέβεται τους ήρωες του και πως αρνείται κατηγορηματικά να κρίνει την αστάθεια, την αυτοκαταστραφικότητα που πνίγει τον πρωταγωνιστή του, Σιμόν.
Oύτε καν όταν ο κολλητός του, τον κατηγορεί φωνάζοντας του "Γιατί πρέπει να τα σκατώνεις όλα και πάντα γαμώτο;!"
Ιδιαίτερη βάση δίνεται στην οπτική απεικόνιση της ιστορίας με επίκεντρο στο μοντάζ που "παίζει" με τα πλάνα εμφανίζοντας το ένα μέσα στο άλλο προσδίδοντας έτσι μια ονειρική ατμόσφαιρα. Ενώ τη μια στιγμή καλείται να αποδώσει τις παρενέργειες των ουσιών που παίρνει ο πρωταγωνιστής αλλά και αυτές των χαρακτήρων, την άλλη καλείται να αποτυπώσει μαζί με τη σκηνοθεσία, ονειρικές σκηνές, φωτισμένες με ζεστά και θαμπά χρώματα. Τις ονειρικές σκηνές και όχι μόνο συνοδεύει ένα άκρως επιτυχημένο soundtrack γεμάτο μοντέρνους και νεανικούς ήχους.
Εν ολίγοις, ναι μεν το φιλμ δεν σφύζει από πρωτοτυπία, μπορεί όμως να μας προβληματίσει (με την καλή έννοια) βυθίζοντας μας στον κόσμο του.
Παρασκευή Γιουβανάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου