“Ενάμιση χρόνο παίρνει να φύγει ένα τατού. Αφού πεθάνεις”.
Αυτό και άλλες αλήθειες και πραγματικότητες, όπως “οι κακοί δεν χάνουν”, ξεστομίζει αβίαστα η νέα ταινία του Γιάννη Σακαρίδη. Ένας κινηματογραφιστής που πλέον μας έχει κάνει γνώριμη την ρεαλισιτική μα και ανθρώπινη ματιά του. Αυτή τη φορά, έχοντας στήσει ένα έγχρωμο νεονουάρ που τοποθετείται στην αθηναϊκή Πλατεία Αμερικής του 2016, έφθασε να διεκδικεί τον Χρυσό Αλέξανδρο στο 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ενώ κέρδισε το βραβείο για το καλύτερο μοντάζ από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.
Στη μοντέρνα «Κασαμπλάνκα» των καιρών μας, Πλατεία Αμερικής, συναντιούνται ο Μπίλλη, ένας rock ’n’ roll σαραντάρης tatto artist, ο Τάρεκ, πρόσφυγας από την Συρία με τη δεκάχρονη κόρη του, κι ένας μπανάλ ρατσιστής, ο Νάκος. Το μοιραίο λάθος του Νάκου γίνεται η αφορμή ν’ ανατραπούν τα σχέδια του Τάρεκ, αλλά και η μοίρα του
Μετά την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, “Wild Duck”, ασχολείται και πάλι ως επί το πλείστον με μια αθηναϊκή αστικού περιβάλλοντος, δηλαδή με μια μικρή ομάδα ανθρώπων, την αλληλεπίδραση μεταξύ τους και με τον έξω κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, ένας από τους κατοίκους της πολυκατοικίας που βρίσκεται στην Πλατεία, ο 38αρης Νάκος, τα βάζει με τους “ξένους” που γεμίσανε την “Πλατεία του”. Τον υποδύεται ο Μάκης
Παπαδημήτριου δίνοντας μια μεστή ερμηνεία τόσο μέσα στο πλάνο όσο και από “έξω”, καθώς ακούμε συχνά voice over του (ένα ακόμη στοιχείο του σκοτεινού κινηματογραφικού είδους “film noir”), που προδίδουν, άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε χωρίς, τις επικίνδυνες σκέψεις του.
Mεστή ερμηνεία δίνει και ο συμπρωταγωνιστής του, Γιάννης Στάνκογλου, που υποδύεται τον τατουατζή “Μπίλλη” ο οποίος “δεν κατάφερε να φύγει”, με την πάντα στιβαρή παρουσία του.
Διακρίνονται και κάποιες σεναριακές ευκολίες ώστε να ενωθούν οι ιστορίες των χαρακτήρων μεταξύ τους, όμως αυτό δεν χαλάει την εικόνα του σκληρού ρεαλισμού που έχει ήδη δημιουργηθεί. Ούτε αναιρεί την αφηγηματική δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη καθώς το αίσθημα της αγωνίας για την κατάληξη των ηρώων, δεν φεύγει.
Ο σκηνοθέτης/συνσεναριογράφος της θέλει να μας χώσει στον κόσμο της ταινίας του, στον κόσμο της “Πλατείας”, έναν κόσμον που εμείς ως κάτοικοι της χώρας αυτής, δεν αργούμε καθόλου να γνωρίσουμε αλλά και να τον νιώσουμε σαν τσιμπιά στο πετσί μας ώστε να μας προσγειώσει στην πραγματικότητα του/μας.
Παρασκευή Γιουβανάκη
Bαθμολογία 3/5
Αυτό και άλλες αλήθειες και πραγματικότητες, όπως “οι κακοί δεν χάνουν”, ξεστομίζει αβίαστα η νέα ταινία του Γιάννη Σακαρίδη. Ένας κινηματογραφιστής που πλέον μας έχει κάνει γνώριμη την ρεαλισιτική μα και ανθρώπινη ματιά του. Αυτή τη φορά, έχοντας στήσει ένα έγχρωμο νεονουάρ που τοποθετείται στην αθηναϊκή Πλατεία Αμερικής του 2016, έφθασε να διεκδικεί τον Χρυσό Αλέξανδρο στο 57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ενώ κέρδισε το βραβείο για το καλύτερο μοντάζ από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.
Στη μοντέρνα «Κασαμπλάνκα» των καιρών μας, Πλατεία Αμερικής, συναντιούνται ο Μπίλλη, ένας rock ’n’ roll σαραντάρης tatto artist, ο Τάρεκ, πρόσφυγας από την Συρία με τη δεκάχρονη κόρη του, κι ένας μπανάλ ρατσιστής, ο Νάκος. Το μοιραίο λάθος του Νάκου γίνεται η αφορμή ν’ ανατραπούν τα σχέδια του Τάρεκ, αλλά και η μοίρα του
Μετά την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, “Wild Duck”, ασχολείται και πάλι ως επί το πλείστον με μια αθηναϊκή αστικού περιβάλλοντος, δηλαδή με μια μικρή ομάδα ανθρώπων, την αλληλεπίδραση μεταξύ τους και με τον έξω κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, ένας από τους κατοίκους της πολυκατοικίας που βρίσκεται στην Πλατεία, ο 38αρης Νάκος, τα βάζει με τους “ξένους” που γεμίσανε την “Πλατεία του”. Τον υποδύεται ο Μάκης
Παπαδημήτριου δίνοντας μια μεστή ερμηνεία τόσο μέσα στο πλάνο όσο και από “έξω”, καθώς ακούμε συχνά voice over του (ένα ακόμη στοιχείο του σκοτεινού κινηματογραφικού είδους “film noir”), που προδίδουν, άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε χωρίς, τις επικίνδυνες σκέψεις του.
Mεστή ερμηνεία δίνει και ο συμπρωταγωνιστής του, Γιάννης Στάνκογλου, που υποδύεται τον τατουατζή “Μπίλλη” ο οποίος “δεν κατάφερε να φύγει”, με την πάντα στιβαρή παρουσία του.
Διακρίνονται και κάποιες σεναριακές ευκολίες ώστε να ενωθούν οι ιστορίες των χαρακτήρων μεταξύ τους, όμως αυτό δεν χαλάει την εικόνα του σκληρού ρεαλισμού που έχει ήδη δημιουργηθεί. Ούτε αναιρεί την αφηγηματική δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη καθώς το αίσθημα της αγωνίας για την κατάληξη των ηρώων, δεν φεύγει.
Ο σκηνοθέτης/συνσεναριογράφος της θέλει να μας χώσει στον κόσμο της ταινίας του, στον κόσμο της “Πλατείας”, έναν κόσμον που εμείς ως κάτοικοι της χώρας αυτής, δεν αργούμε καθόλου να γνωρίσουμε αλλά και να τον νιώσουμε σαν τσιμπιά στο πετσί μας ώστε να μας προσγειώσει στην πραγματικότητα του/μας.
Παρασκευή Γιουβανάκη
Bαθμολογία 3/5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου