Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Jack and the Cuckoo-Clock Heart κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:  Stéphane Berla, Mathias Malzieu
HΘΟΠΟΙΟΙ:  Mathias Malzieu, Olivia Ruiz, Grand Corps Malade, Jean Rochefort


Με Τιμπαρτονική διάθεση και ύφος, και κάτι λίγο  να θυμίζει το αγαπημένο “Hugo” του  Martin Scorsece  (ο «μηχανικός καρδιάς και η σχέση με τον εφευρέτη του κινηματογράφου Ζορζ Μελιές) , οι Stéphane Berla, Mathias Malzieu, μας παρουσιάζουν μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη ιστορία απαγορευμένης αγάπης.

Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής:   «Βρισκόμαστε στο Εδιμβούργο, στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου ένα αγοράκι, ο Τζακ γεννιέται με παγωμένη καρδιά. Η μαία- μάγισσα  που τον αναλαμβάνει, αντικαθιστά την καρδιά του μ’ ένα μηχανικό ρολόι-κούκο που, με τακτικό κούρδισμα, λειτουργεί μια χαρά. Μόνο που η καρδιά-ρολόι έρχεται με οδηγίες χρήσης…

Πρώτον: Μην αγγίζεις ποτέ, με τα χέρια σου, την κουρδιστή καρδιά!
Δεύτερον: Έλεγχε τον θυμό σου!
Τρίτον: Απαγορεύεται να ερωτευτείς. Η καρδιά σου δεν θα το αντέξει!

Αυτοί λοιπόν είναι οι τρεις κανόνες, τους οποίους πρέπει να ακολουθεί κατά την πορεία της ζωής του ο μικρός μας ήρωας. Καθόλου εύκολοι. Ο Jack, προσπαθεί με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, να επιβιώσει και να μάθει να αντιμετωπίζει την κάθε  πρωτοφανή  για αυτόν κατάσταση. Όπως ο καθένας μας ξεχωριστά. 
  
Μέσα από αυτό το (φαινομενικά) παραμύθι που δεν έχει γραφτεί μόνο για παιδάκια, παρακολουθούμε καταστάσεις (είτε με συμβολικό είτε με άμεσο χαρακτήρα) και  δυσκολίες με τις οποίες κάθε άτομο έχει έρθει αντιμέτωπο με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.

Μέσα από τα πλάνα , αναγνωρίζουμε αρκετές από τις επιρροές που έχουν ακολουθήσει οι συντελεστές. Όπως πολύ χαρακτηριστικά όλη την ταινία στιγματίζει η goth αισθητική αλλά και ο μουσικός ήχος από το συγκρότημα Dionysos, τη γαλλική hipster μπάντα και τις δικές τους επιρροές από τον σουρεαλισμό.


 Το animation αυτό, γίνεται αγαπητό μέσω της εξαιρετικής φωτογραφίας γεμάτη  χρώματα που παραπέμπουν και σε τοποθετούν στην εποχή του 1870, αλλά και με τον παράξενα γοητευτικό σχεδιασμό του που δίνει ζωντάνια  στους χαρακτήρες της ιστορίας.
  
Το μεγάλο αρνητικό του όμως είναι το ακατάπαυστο τραγούδι χωρίς λόγο και κουράζει…

Παρασκευή Γιουβανάκη
Βαθμολογία 3/5

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Στο σπίτι κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αθανάσιος Καρανικόλας
ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Μαρία Καλλιμάνη, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Αλέξανδρος Λογοθέτης


Ο Αθανάσιος Καρανικόλας,  υπογράφει  την τρίτη 
μεγάλου μήκους ταινία του μετά το «Έλλη Μάκρα 42277 Βούπερταλ» (Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2007) και «Echolot» (Φεστιβάλ Βερολίνου-Τμήμα Φόρουμ 2013).

 
  Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: «Η Νάντια, γεωργιανής καταγωγής, ήταν ουσιαστικά μέλος μια ελληνικής μεγαλοαστικής οικογένειας, καθώς εργαζόταν σε αυτήν και ως οικονόμος αλλά και ως ντάντα της κόρης της οικογένειας, για περίπου 20 χρόνια. Kάποια στιγμή η Νάντια αρχίζει να παρουσιάζει προβλήματα υγείας, και τότε  οι σχέσεις της με την οικογένεια αυτή, αλλάζουν ριζικά.»

Στο σπίτι (ανάκτορο σε μέγεθος), συναντάμε τη συγκλονιστική Μαρία Καλλιμάνη, που ζει ως οικονόμος και σαν 2η μητέρα της μικρής κόρης της οικογένειας. Λιτή υποκριτική σε ένα πορτραίτο μιας χαμηλών τόνων ηρωίδας, που έρχεται αντιμέτωπη με την αγριότητα μιας κρίσης, όχι μόνο οικονομικής.
   
Τα χρώματα, μουντά, όπως και η διάθεση των χαρακτήρων, όπως και η ατμόσφαιρα της μεγάλης πόλης τους, του περιβάλλοντός τους. Όλα τα πλάνα λιτά και προσεγμένα. Παρακολουθείς και σκέφτεσαι, τι γοητεία πηγάζει από την ταινία αυτή. Και προβληματίζεσαι, εκνευρίζεσαι, με μια ηθική να μην  ανιχνεύεται πουθενά πλέον, που μένει μόνο στο «δεν μπορώ να κάνω κάτι, δυστυχώς» και φεύγει.

  Τρελή δράση και σεναριακές εκρήξεις μην περιμένετε, άλλωστε δεν είναι αυτό το στυλ του «Σπιτιού». Με την υπόθεση να προχωρά αργά (αυτό ίσως να χαλάσει την όρεξη σε μερικούς), ψυχογραφούμε τους χαρακτήρες.
  
Η παραδεισένια θέα του σπιτιού στη θάλασσα, κρύβεται, χάνει την ομορφιά της μπροστά στον τεράστιο χώρο του κτίσματος, που υποδέχεται, αλλά δεν φιλοξενεί. Ακόμα και οι ιδιοκτήτες του φαίνεται να μην νιώθουν οικεία και άνετα. 

Ακόμη μια ελληνική ταινία που διαπραγματεύεται με ρεαλισμό τα σύγχρονα ελληνικά δεδομένα  και  έχει διαπρέψει στα διεθνή φεστιβάλ. Αξίζει την προσοχή μας.


Παρασκευή Γιουβανάκη
Βαθμολογία   3.5/5

Filth κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Jon S. Baird
ΗΘΟΠΟΙΟΙ : James McAvoy, Jamie Bell, Eddie Marsan, Imogen Poots, Jim Broadbent.


 Υπόθεση : Ο ντεντέκτιβ Bruce Robertson ( James McAvoy) έχει βάλει στόχο του την προαγωγή, του έχει γίνει έμμονη ιδέα. Και φυσικά είναι σίγουρος πως αυτός είναι που θα την πάρει, με κάθε μέσο.
Σαμποτάροντας τους συναδέλφους του και χωρίς να λογαριάζει τίποτα.
Η ευκαιρία του βρίσκεται στην επίλυση μιας νέας υπόθεσης, μόλις τα καταφέρει , όπως και βαθύτατα πιστεύει, η γυναίκα του θα γυρίσει πίσω και όλα θα είναι μέλι γάλα.
Είναι όμως τα πράγματα τόσο απλά και εύκολα ;

Το “Filth” ή αλλιώς «Διαφθορά» είναι μια Σκωτσέζικη ταινία που ταλαντεύεται μεταξύ μαύρης κωμωδίας και δράματος, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Jon S. Baird, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Irvine Welsh με τον ίδιο τίτλο.
Είναι μια ταινία που μπορεί δίκαια να καταταχτεί στο εκκεντρικό Αγγλικό σινεμά δίπλα σε άλλα αντισυμβατικά αριστουργήματα όπως το “Trainspotting “ του Danny Boyle ( επίσης βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Irvine Welsh) και το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Stanley Kubrick (και που σηκώνει πολύ συζήτηση).
Η ταινία έχει πολλές αναφορές στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» και δίνει σε πολλά σημεία την εντύπωση πως εδώ ο σκηνοθέτης προσπαθεί να την μιμηθεί.

 Σκωτσέζικη αργκό, γκροτέσκα σκηνικά, αναχρονισμός, αφήγηση πολλών προσώπων, σπάσιμο της σύμβασης του τέταρτου τοίχου (ο ηθοποιός μιλάει στην κάμερα και έρχεται πιο κοντά στους θεατές),στυλιζαρισμένοι χαρακτήρες που φτάνουν στα όρια της καρικατούρας αποτελούν μερικά μόνο από τα στοιχεία στον κινηματογραφικό καμβά του σκηνοθέτη που με μεγάλη δόση μαεστρίας μας χαρίζει ένα ιδιότυπο αριστούργημα.

  Η εναρκτήρια σεκάνς μας τοποθετεί μέσα σε έναν μουντό κόσμο χοντροκομμένου χιούμορ δίχως κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ίσως τα πρώτα δέκα λεπτά να κουράζουν κι όλας.
(Μην σταματήσετε να βλέπετε εκεί όμως!) Καθώς συνεχίζεται η ταινία υπάρχει μια σταδιακή κλιμάκωση στην πλοκή της ιστορίας που κρατάει σταθερά το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος δημιουργώντας μεγάλη αγωνία και προσμονή για ένα τελείως αναπάντεχο φινάλε.

 Ο σκηνοθέτης με αφορμή την ταινία σχολιάζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο την διαφθορά στην γραφειοκρατία σε συνάρτηση με την διαφθορά στο σύστημα αξιών της κοινωνίας και σκιαγραφεί με έναν πολύ έξυπνο τρόπο τους χαρακτήρες της ταινίας χρησιμοποιώντας μια πληθώρα σκηνοθετικών τεχνικών.

Ουσιαστικά ακολουθούμε την πορεία του άπληστου ντεντέκτιβ Bruce προς την προαγωγή. Η οποία του έχει γίνει αυτοσκοπός. Δεν έχει κανέναν στη ζωή του μετά τον χωρισμό του από την γυναίκα του, που δεν τον αφήνει να βλέπει ούτε την κόρη τους. Ο Bruce έχει καταντήσει μια σκιά του εαυτού του, δεν τον ενδιαφέρει να κάνει σωστά την δουλειά του, δεν δίνει δεκάρα για τους φίλους του. Έχει βυθιστεί σε κάθε είδους κατάχρηση.

Είναι ένας χαρακτήρας που εκ πρώτης όψεως φαντάζει αλαζονικός, ρηχός και καθόλου συμπαθής.
Όμως, η συνάντηση του με μια άγνωστη γυναίκα και η προσπάθεια του να σώσει τον σύζυγο της εμφανίζεται σαν σανίδα σωτηρίας, σαν από μηχανής θεός για να τον κρατήσει σε επαφή με την πραγματικότητα.

  Ο Bruce όντας ψυχολογικά και ψυχικά εξαθλιωμένος έχει φτάσει στα όρια της μανιοκατάθλιψης, είναι διπολικός και σε μεγάλα κομμάτια της ταινίας έχει παραισθήσεις.
Το voice over του Bruce (James McAvoy) αποτελεί ένα είδος αφήγησης σπάζοντας την σύμβαση του τέταρτου τοίχου και λειτουργεί διττά.
Από την μια πλευρά στην σκηνή στο γραφείο με τους συναδέλφους του και το αφεντικό του , τον αποστασιοποιεί από τους υπόλοιπους χαρακτήρες.

Από την άλλη μας βάζει μέσα στο κεφάλι ενός μανιοκαταθλιπτικού ανθρώπου και μαζί του καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και με την σταδιακή κλιμάκωση της πλοκής δημιουργούμε ένα «ψυχογράφημα» του χαρακτήρα και έτσι σε κάποιον βαθμό ερχόμαστε κοντά του και τον συμπονούμε.
Η ερμηνεία του James McAvoy είναι ανατριχιαστικά καλή, ίσως από τις καλύτερες ερμηνείες του μέχρι στιγμής. Ενώ τον έχουμε συχνά συνηθίσει στον ρόλο του συνετού ήρωα, τώρα έρχεται να μας εντυπωσιάσει με τις άσεμνες ατάκες και την κάθε άλλο παρά γοητευτική παράνοια του.

 Μεγάλες διακυμάνσεις έχει ο χαρακτήρας του που ενώ μας συστήνεται ως ξιπασμένος, μουντρούχος , συνεχίζει ως ένα χαμένο κορμί που πέφτει από την παράνοια στην λογική και τελικά καταλαβαίνει τι του συμβαίνει και μας κάνει να τον συμπαθήσουμε. Εξαιρετική ερμηνεία ,κλέβει την παράσταση.

Και το υπόλοιπο cast δίνει αξιόλογες ερμηνείες όπως π.χ. ο πάμπλουτος σπασίκλας δήθεν κολλητός του Βruce , ο Bladesey ( Eddie Marsan) που παρουσιάζεται σαν μια αξιαγάπητη καρικατούρα.
Τέλος, να πω πως το φινάλε είναι αναπάντεχο και πολύ απρόβλεπτο. Μια ταινία που σίγουρα θα μοιράσει το κοινό σε δυο κατηγορίες (αυτούς που θα το λατρέψουν κι αυτούς που θα το μισήσουν) και θα διχάσει.
Συνδυάζει πολλά, και λειτουργεί σαν ψυχογράφημα ενός μανιοκαταθλιπτικού, δηλαδή δεν είναι μια ταινία που την βλέπει κανείς για να χαλαρώσει.

Δεν την προτείνω σε όλους , αλλά σίγουρα αξίζει!

Ιλόνα Αγγελίδου,
για το Film Critiques
 Βαθμολογία : 4/5

The Grand Seduction κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ : Don McKellar 
ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Brendan Gleeson, Gordon Pinsent, Taylor Kitsch, Liane Balaban, Rhonda Rodgers, Anna Hopkins.


 Υπόθεση : Σε ένα άλλοτε, διάσημο για την αλιεία του , ψαροχώρι με την ονομασία Tickle
Cove, τώρα πια οι λίγοι εναπομείναντες κάτοικοι βρίσκονται στα όρια της φτώχειας , συντηρούμενοι σχεδόν αποκλειστικά από επιδόματα. Η μόνη τους ελπίδα για μια τίμια δουλειά είναι η δημιουργία ενός εργοστασίου πετροχημικών. Για να κλείσει όμως η συμφωνία είναι απαραίτητος όρος να υπάρχει ένας γιατρός στο ψαροχώρι. Ένας ηλικιωμένος κάτοικος ,ο Murray French (Brendan Gleeson) αναλαμβάνει με την βοήθεια των υπόλοιπων κατοίκων να φέρει σε πέρας την αποστολή. Ένας νεαρός, πρωτευουσιάνος γιατρός , ο Dr. Paul Lewis, (Taylor Kitsch) βρίσκεται στο λιμανάκι για να εκτίσει τη μηνιαία ποινή κοινωνικής εργασίας που του έχει επιβληθεί. Και οι 120 κάτοικοι θα κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους , ώστε να τον κρατήσουν στον τόπο τους. Άραγε θα τα καταφέρουν ;



Βασισμένος, στην προ δεκαετίας Γαλλο- Καναδέζικη παραγωγή με τίτλο, La Grande Séduction ( ή αλλιώς “ Seducing Doctor Lewis”) «Ο Αξέχαστος Μήνας» υπό την σκηνοθεσία του Don McKellar, πραγματεύεται ένα παγκοσμίως επίκαιρο θέμα. Αυτό της οικονομικής κρίσης.
 Παρά το γεγονός αυτό όμως η ταινία δεν αποτελεί δράμα αλλά μια απολαυστική κωμωδία. 


 Γυρισμένη στο γραφικό Νewfoundland του Καναδά, η ταινία συνδυάζει τα υπέροχα τοπία του λιμανιού με εξαιρετική φωτογραφία και δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα για μια όμορφη οικογενειακή κωμωδία.
Η σκηνοθεσία του McKellar είναι προσεγμένη και λειτουργεί άψογα αναδεικνύοντας ακόμα περισσότερο τις πολύ καλές ερμηνείες των ηθοποιών. Η αρχική και η τελική σκηνή χρησιμοποιούν voice over την φωνή του Murray French (Brendan Gleeson) , κι ενώ σ’ άλλες περιπτώσεις δεν κάνει εντύπωση, εδώ λειτουργεί υπέροχα σε συνάρτηση με την όμορφη φωτογραφία και δίνει την εντύπωση ότι βαδίζεις σε έναν κόσμο βγαλμένο από παραμύθι. 
  
 Το σενάριο δομημένο με βάση κλασσικά αλλά συνάμα λειτουργικά κωμικά μοτίβα, δεν κουράζει τον θεατή και χαρίζει άφθονο γέλιο. Η πλοκή κινείται με ικανοποιητικό ρυθμό ,χωρίς να κουράζει. Οι χαρακτήρες αξιαγάπητοι και στυλιζαρισμένοι δεν χάνουν την ευκαιρία να μας συγκινήσουν.

Ένα ακόμα συν για την ταινία είναι το εκλεκτό cast. Πιο συγκεκριμένα η χημεία μεταξύ του διδύμου Brendan Gleeson(Murray) και Gordon Pinsent (Simon) είναι αδιαμφισβήτητη και χαρίζει γενναίες δόσεις χιούμορ και γέλιου. Η ερμηνεία του γοητευτικού Καναδού , ο οποίος απεικονίζει τον αγαθό γιατρό Doctor Lewis (Taylor Kitsch) είναι επίσης πολύ καλή και δεν μας αφήνει ασυγκίνητους.

Το «πλην» στην ταινία ωστόσο το βρίσκουμε στην τελική σεκάνς της, διότι ακολουθεί την γνωστή συνταγή των παραμυθιών « και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» δίχως να δίνει χώρο στην τελική σύγκρουση να αυξήσει την αγωνία του κοινού και να κατευθυνθεί σε μια αξιόλογη κορύφωση του σεναρίου. Με απλά λόγια το τέλος αρκετά προβλέψιμο.

Η ταινία συνολικά αξίζει να κλέψει ένα δίωρο από τον χρόνο σας για τον απλό λόγο ότι θα σας ψυχαγωγήσει με το παραπάνω. Καλή προβολή!


Ιλόνα Αγγελίδου ,
Για το Film Critiques
Βαθμολογία : 3/5

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

A most wanted man κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:  Anton Corbijn
HΘΟΠΟΙΟΙ:  Philip Seymour Hoffman, Rachel McAdams, Daniel Brühl, Robin Wright, Willem Dafoe


   H υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: «Ένας ύποπτος για τρομοκρατικές ενέργειες Ρωσοτσετσένος φτάνει μυστικά στο Αμβούργο και διεκδικεί μια τεράστια πατρική κληρονομιά. Γερμανικές κι Αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες τον τοποθετούν στο στόχαστρο τους κι αναζητούν την πραγματική του ταυτότητα»

   Ο δημιουργός του "Control", στην πιο ώριμη στιγμή του, μας δίνει ένα κατασκοπευτικό θρίλερ,(βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Τζον Λε Καρέ), το οποίο εκτυλίσσεται στο Αμβούργο, με μελαγχολικό χαρακτήρα και στοιχεία ίντριγκας, προδοσίας αλλά και ανθρωπιάς. 

  Ο «Καταζητούμενος» είναι καταδικασμένος να είναι για πάντα πλέον «μια από τις τελευταίες ταινίες του Philip Seymour Hoffman ». Γυρισμένο με λιτότητα και έχοντας  εκείνο τον αέρα των κατασκοπευτικών ταινιών του προηγούμενου αιώνα (γύρω στα ‘60 και ‘70),  εξισορροπεί την πληθωρικότητα της δράσης μεταξύ των σκηνών. Χωρίς τη χρήση ειδικών εφέ και άλλων σαλτσών, όπως συνηθίζεται πλέον σε πολλές ταινίες του είδους, κρατά μια ισορροπημένη για το θεατή αγωνία. Αυτό που καταφέρνει ο σκηνοθέτης  Anton Corbijn, είναι να σε κάνει να μπεις στη θέση των χαρακτήρων, να δημιουργήσεις μια συμπάθεια για το πρόσωπό τους και ίσως  να ταυτιστείς μαζί τους-στοιχείο σχετικά σπάνιο, καθώς κάτι τέτοιο συνηθίζεται κυρίως σε ταινίες κοινωνικού χαρακτήρα. Αλλά αν το καλοσκεφτούμε, ο «Καταζητούμενος» δεν είναι μόνο ένα κατασκοπευτικό θρίλερ.
  
  Κατά τη διάρκεια του «κυνηγιού» οι έννοιες του χαμένου πλέον ανθρωπισμού και της ανθρώπινης μοναξιάς, αλλά και οι εικόνες αυτών, ξεπροβάλλουν από τη συνέχεια των πλάνων. Κυρίως από την πλευρά του κεντρικού χαρακτήρα, του πράκτορα  Μπάχμαν. Σε αρκετά σημεία, τα λόγια που εκφράζει και οι εικόνες στις οποίες φαίνεται πως περνά τις ώρες του, σε συγκινούν, σε προβληματίζουν.

  Ο χαρακτήρας της ταινίας είναι μελαγχολικός. Αυτό οφείλεται στην καταπληκτική φωτογραφία (που θυμίζει και λίγο από "Tinker Tailor Soldier Spy"), με τα ψυχρά χρώματα να κυριαρχούν (βλ. τη σκηνή στο δωμάτιο κράτησης με τη δικηγόρο Ρίχτερ και τον πράκτορα Γκούντερ). Δημιουργούνται αξιομνημόνευτες εικόνες σε ρόλο υπογραφής της ταινίας, τοποθετώντας δραματικές στιγμές χαρακτήρων, σε πραγματικούς  χώρους, όπως οι αμέτρητες σκηνές με τον Hoffman να στέκεται μόνος του και να καπνίζει. 

 Κυριαρχεί μια ομάδα εξαιρετικών ηθοποιών (μερικοί από αυτούς έχουν υιοθετήσει ελαφριά αγγλική προφορά). Πληθωρικός και διττός, πρώτος και καλύτερος ο ανυπέρβλητος Philip Seymour Hoffman, κυριαρχεί επί του καλού πολυεθνικού cast στον τελευταίο ρόλο της καριέρας του, αυτός του Γκούντερ Μπάχμαν, του επικεφαλή μιας αντιτρομοκρατικής οργάνωσης. Ένα ποτήρι ουίσκι και ένα τσιγάρο βρίσκονται ανησυχητικά διαρκώς στο χέρι του. Μια άσχημη προ οικονομία… 
  
  Η Robin Right σε μαγνητίζει παίζοντας την απεσταλμένη του CIA Μartha Sullivan, μίας γυναίκας με αινιγματικό και όχι με την καλή έννοια, ύφος. Σε μαγνητίζει με την εξωτερική της εμφάνιση, με την ερμηνεία της, με το αινιγματικό της βλέμμα, με τα πάντα. Αποτελεί την πιο κατάλληλη επιλογή για τον ρόλο αυτό.
  
 Τέλος, η αλήθεια είναι πως θα θέλαμε να δούμε λίγο παραπάνω από τον αγαπημένο νεαρό με το όνομα Daniel Brühl (“Goodbye Lenin”) που δυστυχώς «χάνεται» από τα πλάνα αλλά και από τη δράση.

  Υ.Γ: Α ρε Hoffman…..


Παρασκευή Γιουβανάκη
Βαθμολογία 4/5

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Before I go to sleep κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Rowan Joffe
ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Nicole Kidman, Colin Firth, Mark Strong 

  
   Colin Firth και Nicole Kidman συμπρωταγωνιστούν για 2η φορά -μετά το καλοκαιρινό δράμα “The railway man”, αυτή τη φορά στο ψυχολογικό θρίλερ «Before I go to sleep» που στηρίζεται στο ομώνυμο best seller του βρετανού συγγραφέα Στίβεν Τζ. Γουάτσον.  

   Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: «Μια γυναίκα, η Κριστίν Λούκας ξυπνάει κάθε μέρα, δίπλα σε έναν άντρα ο οποίος της εξηγεί πως είναι ο σύζυγός της ο Μπεν, χωρίς εκείνη να θυμάται τι έχει γίνει την προηγούμενη ή σε ολόκληρη την ζωή της μέχρι τότε, εξαιτίας ενός ατυχήματος. Με την βοήθεια ενός ψυχιάτρου και μιας φωτογραφικής μηχανής θα προσπαθήσει να ρίξει φως στο σκοτάδι της μνήμης της καθώς αναζητά την ταυτότητά της, και ανακαλύπτει στοιχεία που την κάνουν να αμφισβητεί την ιστορία του.»  
  
 “Βefore I go to sleep” ο ακριβής τίτλος της ταινίας και η πικρή αλήθεια είναι πως τον σκεφτόμουν τον ύπνο καθώς την παρακολουθούσα..
   
  Λοιπόν πιο σοβαρά τώρα. Μέχρι και τα μισά μια αγωνία την ένιωθες, ελάχιστα όμως και αυτό είναι το θέμα. Τα 2-3  ταρακουνήματα δεν φτάνουν  ώστε να κρατήσουν το θεατή προσηλωμένο στη θέση του. Μετά τη μέση, γίνεται όσο πιο προβλέψιμο μπορείτε να φανταστείτε. Πρωτοτυπία και ανατροπή, σίγουρα δεν εκφράζουν τα χαρακτηριστικά της  «Αμνησίας». Tο ενδιαφέρον γρήγορα περιορίζεται και πολύ εύκολα μαντεύει κανείς από την αστυνομική πλοκή το τέλος. 

  Έχεις την εντύπωση πως ακόμη και οι ηθοποιοί είναι στιγμές που  νιώθουν «τι κάνω εδώ?», παρά το γεγονός πως δίνουν σεβαστές ερμηνείες. Το αξιοσέβαστο cast είναι και το μοναδικό πλεονέκτημα της ταινίας (προσωπικά μόνο και μόνο για τον Colin Firth πήγα να τη δω).

  Όχι, δεν νομίζω να είναι καλή επιλογή για την κινηματογραφική αίθουσα για αυτήν τη βδομάδα! Προτιμήστε καλύτερα το πολιτικό θρίλερ “A most wanted man”.


Παρασκευή Γιουβανάκη
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:  1.5/5

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Boyhood κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:  Richard Linklater
HΘΟΠΟΙΟΙ:  Ellar Coltrane, Patricia Arquette, Ethan Hawke, Lorelei Linklater

  Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: «Ο 7χρονος Μέισον μεγαλώνει με την χωρισμένη μητέρα του Ολίβια και τη λίγο μεγαλύτερη αδελφή του Σαμάνθα στο σπίτι τους στο Τέξας. Ο  πατέρας τους, που κάνει καριέρα μουσικού, ζει τα τελευταία χρόνια στην Αλάσκα και τα παιδιά δεν τον έχουν δει εδώ και καιρό. Τα χρόνια περνούν, ακολουθούν διαζύγια, και οι πρωταγωνιστές..μεγαλώνουν!»
  
   Γυρίσματα ταινίας διάρκειας 12 χρόνων. Στην ιστορία του σινεμά μυθοπλασίας, ένα τέτοιο εγχείρημα δεν έχει ποτέ επαναληφθεί σε τέτοιο βαθμό –το λέει και σε ένα από τα trailer της ταινίας, (ο μόνος που το αποπειράθηκε ήταν ο Μάικλ Γουιντερμπότομ με το πενταετούς γυρίσματος «Everyday», το 2012).
   
  Ο Richard Linklater ξεκίνησε εντελώς απροειδοποίητα να γυρίζει την ταινία τον Ιούλιο του 2002. Η ταινία αυτή, ολοκληρώθηκε φέτος. Ο μικρός πρωταγωνιστής, όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα ήταν μόλις 7 χρονών, και όταν ολοκληρώθηκαν, έφτασε στα 18.
   
  Για 12 συνεχή έτη, ο σκηνοθέτης του «Before Sunrise»(1995), επιστράτευε τους ίδιους βασικούς ηθοποιούς που υποδύονται  τα 4 μέλη της μεσοαστικής οικογένειας του Τέξας, και για μία εβδομάδα κάθε χρόνο τους παρατηρούσε.. Και το αποτέλεσμα αυτού? Κερδίζει την Αργυρή Άρκτο Σκηνοθεσίας στο Βερολίνο. Είναι φανερό πως δεν τον νοιάζει να πρωτοτυπήσει όσον αφορά την ιστορία του, αλλά να μας  δώσει μια από τις ίσως πιο κοινότυπες ιστορίες ζωής, με όλη την αληθοφάνεια  και την αυθεντικότητα που της αρμόζει. Και αυτό είναι που την κάνει τόσο γοητευτική και ερωτεύσιμη. Το σενάριο το έχει αναλάβει (φυσικά) ο Richard Linklater , με τους διαλόγους που το πλαισιώνουν να είναι πάρα πολύ καλοί και τέρμα  φυσικοί.
   
  Το “Boyhood” μας συγκινεί από την πρώτη  στιγμή, από το πρώτο πλάνο. Υπό τους ήχους του μοναδικού “Yellow” των Coldplay, η «αυλαία» ανοίγει και συναντάμε τον 7χρονο ξανθό άγγελο να κοιτά των ουρανό (και ‘μεις ακούμε “look at the stars..”). Και η ιστορία ξεκινά να ξετυλίγεται μπροστά μας, δίχως ντροπή και ενδοιασμούς, αλλά  πέρα για πέρα ανθρώπινη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, το soundtrack μας βάζει ακόμη πιο βαθιά στην ιστορία, με τις ξεχωριστές μουσικές επιλογές που περιλαμβάνει.
  
   Ο «Μέισον», (που τον υποδύεται μαγευτικά ο ερασιτέχνης  Ellar Coltrane) το μικρό αγοράκι που στη συνέχεια ολοένα και μεγαλώνει μπροστά την κάμερα, είναι ο κεντρικός χαρακτήρας. Όταν φτάνει στην ηλικία που ξεκινά να προβληματίζεται και να συνειδητοποιεί τα κοινωνικά δρώμενα με περισσότερη ωριμότητα, γίνεται ένα ξεχωριστό και ακόμη πιο αγαπητικό άτομο. Μακάρι πολλοί έφηβοι να είχαν τον χαρακτήρα του έφηβου Mέισον. Ένας έφηβος που ξεκινά να προβληματίζεται και να σνομπάρει αυτά που χρειάζεται (όπως π.χ  το τι επιρροή έχει ο ιστότοπος του facebook στην καθημερινότητά μας, στη φιλική και ερωτική ζωή μας, αλλά και για αρκετά ακόμη σημαντικά ζητήματα που έχουν εισβάλει και ταλανίζουν την κοινωνία). 
 
 Η επιλογή του σκηνοθέτη για το συγκεκριμένο ρόλο, είναι από τα πιο δυνατά χαρτιά της ταινίας. Παράλληλα και το υπόλοιπο cast που συμπληρώνει  τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, η μητέρα Patricia Arquette, ο πατέρας Ethan Hawke, και η ατίθαση μεγαλύτερη αδερφή  Lorelei Linklater(η ταλαντούχα κόρη του σκηνοθέτη), δίνουν εμπνευσμένες ερμηνείες. Ο δε Ηawke,  ποτέ ξανά δεν παίζει να’ ταν τόσο απολαυστικός και διδακτικός!
   
   Όλη η ταινία είναι μια διδαχή για τη ζωή (πόσο κλισέ φαίνεται αυτό ε? Αλλά είναι αλήθεια!) Η κάμερα του Linklater δεν διστάζει να μας φέρει πολύ κοντά στους ήρωες. Καθώς την παρακολουθούμε βιώνουμε και ‘μεις τις καταστάσεις των ηρώων και αυτό βοηθά στο να εμβαθύνουμε τις σκέψεις μας  παίρνοντας ως παράδειγμα καταστάσεις από τις δικές μας ζωές. 
  ….Εν τέλει νομίζω αρκετά με την ανάλυση και το μπλα μπλα! Εύχομαι καλή προβολή!

   Υ.Γ: Το “Boyhood” έχει όλα τα προσόντα για να χαρακτηριστεί η καλύτερη ταινία για τη χρονιά του 2014 (κι ας την είπαν κάποιοι «αμερικανιά»-ναι το ‘δαμε και αυτό!).
    

Παρασκευή Γιουβανάκη
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 4/5

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

SIN CITY: A DAME TO KILL FOR Κριτική Ταινίας

 ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φρανκ Μίλερ & Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ
ΗΘΟΠΟΙΟΙ : Μίκι Ρουρκ, Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ, Πάουερς Μπουθ, Τζος Μπρόλιν, Εύα Γκριν, Μπρους Γουίλις, Τζούνο Τεμπλ, Τζέσικα Άλμπα, , Ροζάριο Ντόσον, Ρέι Λιότα, Στέισι Κιτς, Τζέιμι Κινγκ, Τζέρεμι Πίβεν, Τζέιμι Τσανγκ, Lady Gaga.

   Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: Σε μια σκοτεινή πόλη, βουτηγμένη στην βία και στο έγκλημα, μια μεγάλη γκάμα κατοίκων μεταξύ των οποίων μυστήρια θανατηφόρα θηλυκά , διεφθαρμένοι πολιτικοί, αδίστακτοι δολοφόνοι και απεγνωσμένοι για εκδίκηση διεκδικούν την ρεβάνς στο παιχνίδι της ζωής. Άραγε θα κερδίσει ο ισχυρότερος;
  
Έπειτα από εννιά χρόνια , οι Φρανκ Μίλερ και Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ ενώνουν και πάλι τις δυνάμεις τους, με στόχο την υλοποίηση του πλέον πολύαναμενόμενου σίκουελ της επιτυχημένης μεταφοράς του εικονογραφημένου μυθιστορήματος του Μίλερ με τίτλο «Αμαρτωλή Πόλη» στη μεγάλη οθόνη.
  
Η «Αμαρτωλή Πόλη» του Φρανκ Μίλερ ξαναζωντανεύει στις σκοτεινές αίθουσες με το σίκουελ με τον τίτλο «Αμαρτωλή Πόλη : Η Κυρία Θέλει Φόνο» (όχι ιδιαίτερα πετυχημένη η μετάφραση του αγγλικού τίτλου “Sin City: A dame to kill for” θα ‘λεγα). Η ταινία χωρίζεται σε τέσσερα αφηγηματικά μέρη και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως πρίκουελ καθώς η αφήγηση δεν είναι γραμμική, αλλά ουσιαστικά λαμβάνει χώρα τέσσερα χρόνια πριν την κεντρική ιστορία της πρώτης ταινίας με τίτλο «The big fat kill”. Έτσι, έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε χαρακτήρες που είχαν ουσιαστικά πεθάνει στην πρώτη ταινία, όπως τον ετοιμοπόλεμο γίγαντα με την καλή καρδιά Μαρβ, τον ανιδιοτελή ξεροκέφαλο αστυνομικό Χάρντιγκαν και την μυστηριώδη Γκόλντι. 

Η ταινία ξεκινάει με το πρώτο μέρος με την ονομασία "Just Another Saturday Night" με τον ογκώδη μαχητικό Μαρβ ( Μίκι Ρούρκ) να βρίσκεται σε μια περιοχή κοντά στην Αμαρτωλή Πόλη, στη μέση μιας σφαγής χωρίς κάποια μνήμη του πως βρέθηκε εκεί. 
 Η ιστορία συνεχίζεται με το δεύτερο μέρος με τίτλο "The Long, Bad Night" με κεντρικό χαρακτήρα τον Τζόνι (Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ) , τον μπάσταρδο γιό του πιο μεγάλου κακού της βουτηγμένης στην βία αμαρτωλής πόλης, του γερουσιαστή Ρόαρκ (Πάουερς Μπουθ). Ο νεαρός Τζόνι έχοντας μεγάλη υπεροψία για το ταλέντο του στον τζόγο και με την παρέα μιας νεαρής όμορφης κοπέλας βρίσκεται σε μπελάδες αντιμέτωπος με τον αιμοδιψή πατέρα του. 

Η κεντρική ιστορία αυτής της ταινίας, η οποία έδωσε και το όνομα στον τίτλο της ταινίας λέγεται “ A dame to kill for” και μας δίνει την ευκαιρία να ακολουθήσουμε την πορεία του Ντουάιτ ΜακΚάρθι (Τζος Μπρόλιν) καθώς βρίσκεται στην τελική αναμέτρηση με την γυναίκα των ονείρων του και συνάμα τον χειρότερο εφιάλτη του, την Έιβα Λορντ, μια γυναίκα αράχνη που το μόνο που αποζητά είναι το δικό της κέρδος εκμεταλλευόμενη το εκρηκτικό της ταπεραμέντο και την αδυναμία των αρσενικών να της αντισταθούν.

Η ταινία κλείνει με το τέταρτο και τελευταίο μέρος με τίτλο “Nancy’s Last Dance” με την σέξι στρίπερ Νάνσυ Κάλαχχαν (Τζέσικα Άλμπα) να είναι μια σκιά του εαυτού της και να ξεπερνάει τα όρια της λογικής με τις πράξεις της στην προσπάθεια της να εκδικηθεί τον γερουσιαστή Ρόαρκ για τον άδικο χαμό του πολυαγαπημένου της Χάρντιγκαν( Μπρους Γουίλις).
  
Τα σκηνικά της ταινίας είναι εξ’ ολοκλήρου γυρισμένα σε πράσινη οθόνη και μας δίνουν την ευκαιρία με τα εξαιρετικά του γραφικά να βυθιστούμε στην μαγική και μυστήρια ατμόσφαιρα της αμαρτωλής πόλης. Η νέο-νουάρ αισθητική με τις έντονες κάθετες γραμμές και τον έξυπνο φωτισμό δημιουργούν ένα αποδεκτό καμουφλάζ στα επίμαχα σημεία των πρωταγωνιστών και δίνουν έναν άλλο αέρα στην ταινία.
 Κυριαρχεί το μαυρόασπρο εκφράζοντας μια ατμόσφαιρα κινδύνου και διαφθοράς, τα σπάνια έντονα χρώματα κάνουν την διαφορά, έντονο κόκκινο κραγιόν ή νύχια π.χ. δείχνουν την φλογερή επικινδυνότητα ενός άγριου θηλυκού.

Η σκηνοθετική μαεστρία του διδύμου (Μίλερ-Ροντρίγκεζ) κάνει αισθητή την παρουσία της. Πχ. ιδιαίτερη εντύπωση κάνει η χαμηλή γωνία λήψης στον γερουσιαστή Ρόαρκ (που τον κάνει να φαίνεται ακόμη πιο τρομακτικός και σκληρός) στη σκηνή της που χτυπάει τον Τζόνι. Η κινηματογράφηση μας δίνει την εντύπωση πως βρισκόμαστε σε βίντεο-γκειμ. 
 Τα γκροτέσκο, μουντό περιβάλλον της αμαρτωλής πόλης έρχεται σε συνάρτηση με την ηθική εξαθλίωση των χαρακτήρων σε μια πόλη όπου δεν υφίστανται νόμοι και ο ισχυρότερος πάντα νικάει ποδοπατώντας τους αδύναμους.

Η βία, η εκδίκηση και η μάχες των χαρακτήρων είτε με των εαυτό τους είτε με τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης είναι κυρίαρχο στοιχείο του σεναρίου. Οι σκηνές βίας φτάνουν προς τα όρια του σπλάτερ σε ορισμένες περιπτώσεις! Οι διάλογοι από την άλλη πλευρά είναι έξυπνοί και καλογραμμένοι. 
 Υπάρχει όμως, μια αδυναμία σύνδεσης των πολλών ιστοριών που επιχειρεί εδώ ο Μίλερ να παρουσιάσει. Πράγμα λογικό καθώς είναι δύσκολο να χωρέσουν δώδεκα βασικοί ηθοποιοί σε μια ταινία μιας ώρας και σαράντα-δύο λεπτών.

Ένα πράγμα που σώζει την ταινία είναι ορισμένες εξαιρετικές ερμηνείες. Ο Μίκι Ρούρκ στον ρόλο του Μαρβ είναι τόσο καλός που παρόλο που σκοτώνει αβέρτα δεν μπορούμε παρά να νιώσουμε συμπάθεια και συμπόνια για το πρόσωπο του. Είναι εκτός του άλλον ένα μεγάλο παιδί που δεν μπορεί να βρει σκοπό στη ζωή του αλλά βοηθάει πάντα τους φίλους του.

Ο Πάουερς Μπουθ στον ρόλο του γερουσιαστή Ρόαρκ είναι ο απόλυτος κακός, δεν χωράει αμφιβολία ότι ήταν η καλύτερη επιλογή γι’ αυτόν τον ρόλο. Ένα μόνο βλέμμα του κάνει το αίμα να παγώσει, δεν έχει καλή πλευρά είναι ένας μονοδιάστατος χαρακτήρας. Ένας αδίστακτος πολιτικός που δεν σταματάει πουθενα.

Ο Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ σπάει την γοητευτική του περσόνα για να παίξει τον ρόλο του θαρραλέου αλλά ταυτόχρονα ξεροκέφαλου τζογαδόρου που πάει κόντρα στον αδίστακτο πατέρα του και ενώ κερδίζει στα χαρτιά χάνει πολλά περισσότερα σε αντάλλαγμα. Πολύ καλή ερμηνεία, εκφραστικό πρόσωπο ο τύπος, νιώθεις πληγωμένος μετά την λεκτική αναμέτρηση του με τον Ρόαρκ.

  Η Εύα Γκριν είναι εξαιρετική στην απεικόνιση της femme fatal Έιβα Λορντ. Το εκρηκτικό ταπεραμέντο και η βαθιά φωνή της Εύα Γκριν ταίριαξαν γάντι στον δυνατό ρόλο της γυναίκας αράχνης. Δεν θα σας αφήσει ασυγκίνητους η υποκριτική της χάρη (ούτε οι εμφανισιακές τις χάρες που θα έχετε την χαρά να απολαύσετε σε περίσσιο βαθμό).Λιγότερο καλή εώς και απογοητευτική θα μπορούσα να χαρακτηρίσω την ερμηνεία της Τζέσικα Άλμπα ως Νάνσυ Κάλαχχαν. 

Την παράσταση έκλεψαν μικρότεροι ρόλοι όπως αυτός της Γκειλ (Ροζάριο Ντόουσον) με την bad-ass συμπεριφορά της και της πανέμορφης Τζέιμι Τσανγκ ως την μικρή θανατηφόρα Μίχο. Δυστυχώς, ο Μπρους Γουίλις εμφανίστηκε ελάχιστα και δεν χρησιμοποιήθηκε καθόλου παραγωγικά πράγμα στενάχωρο δεδομένου του υποκριτικού του ταλέντου.

 Η ταινία είναι διασκεδαστική και σου αφήνει την αίσθηση μιας άλλης πραγματικότητας, πιο σκοτεινής και επικίνδυνης. Καλο-γυρισμένη, με εξαιρετικό καστ αλλά ελάχιστες διαφορές από την ορίτζιναλ ταινία. Άμα αποζητάτε λοιπόν μια καλή εμπορική ταινία με πιστολίδια, βία, θανατηφόρα θηλυκά και περισσή δόση τρέλας ,σας έχω καλά νέα την βρήκατε.

Υ.Γ. A dame worth killing for is only a dame eager to die for you!

Ιλόνα Αγγελίδου,  για το Film Critiques
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 3.5/5

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

THE LunchBOX κριτική ταινίας


ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:  Ritesh Batra
HΘΟΠΟΙΟΙ:  Irrfan Khan, Nimrat Kaur, Nawazuddin Siddiqu

 Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής:

 «Η λάθος παράδοση ενός κολατσιού φέρνει σε επαφή μια νεαρή και παραμελημένη από τον σύζυγό της νοικοκυρά που με έναν μοναχικό –στα πρόθυρα συνταξιοδότησης– λογιστή, οι οποίοι αρχίζουν να επικοινωνούν με καθημερινά μηνύματα μέσω του lunchbox. Έτσι, σταδιακά ξεκινά μία εξομολογητική αλληλογραφία και μία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δύο αγνώστων...»

   Το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ μελέτησε το σύστημά των  Νταμπαβάλα οι οποίοι παραδίδουν περίπου 5.000 μερίδες φαγητό κάθε πρωί. Μεταφέρουν τα ζεστά γεύματα, που έχουν μαγειρέψει οι γυναίκες, στον χώρο εργασίας του συζύγου τους και το απόγευμα επιστρέφουν τα άδεια κουτιά. Η έρευνα κατέληξε στο ότι μόνο ένα γεύμα στο ένα εκατομμύριο μπορεί να μην παραδίδεται στη σωστή διεύθυνση.
Το “The Lunchbox” προέκυψε από αυτήν ακριβώς την εξαίρεση.

   Στο ντεμπούτο του Ritesh Batra με σενάριο και σκηνοθεσία να περνάν από τα χέρια του, δίνουν μία χαμηλών τόνων και ήσυχη ρομαντική δραμεντί, και ένα  λάθος delivery  δίνει σε δύο μοναχικούς ανθρώπους την ευκαιρία να ονειρευτούν από την αρχή...
 Η ταινία έχοντας χροιά νοσταλγική και παράλληλα γεμάτη ενθουσιασμό  για το καινούριο που εισβάλει στην «ήρεμη» ζωή σου και σε μαγνητίζει , προβλήθηκε την κατάλληλα εποχή, το φθινόπωρο. Μία εποχή ρομαντική. Μία εποχή που νοσταλγούμε. Είτε το καλοκαίρι που μόλις έφυγε, είτε το παρελθόν γενικότερα, που καμία σχέση με το παρόν μας δεν έχει.
 
   Εκτός από το νοσταλγικό ύφος, ένα γλυκόπικρο χιούμορ κάνει επίσης αισθητή την παρουσία του, καθώς μέσα στη χαοτική καθημερινότητα των ηρώων, δημιουργεί (όπως είναι φυσικό) μια πιο ανάλαφρη ατμόσφαιρα.  Ο σκηνοθέτης θέλει να μας μεταφέρει όσο γίνεται περισσότερο, τη μαγικά ατμόσφαιρα της Ινδίας, και το καταφέρνει- ειδικά μέσω των φαγητών που γεμίζουν τα πλάνα. Η μαγική γεύση δίνεται  επίσης και μέσω της υπέροχης φωτογραφίας που συνοδεύει το κομμάτι της σκηνοθεσίας.
   
   Με κυρίως μεσαία και κοντινά πλάνα ,ερχόμαστε πιο κοντά στους χαρακτήρες του σεναρίου και παρακολουθούμε τις αντιδράσεις και τις εκφράσεις των προσώπων των δύο αγνώστων που με ενθουσιασμό, συνομιλούν. Σαν θεατές, συγκινούμαστε και θέλουμε να γνωριστούν. Τον σοβαρό και απόμακρο πρωταγωνιστή, υποδύεται ο Irrfan Khan (“Slumdog Millionaire”, “The Life of Pi”),που παίζοντας κυρίως με το βλέμμα, δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία. Εξίσου καλή είναι και η Nimrat Kaur  στο ρόλο της απογοητευμένης και μοναχικής συζύγου.


Υ.Γ:  Κάτι που καλό είναι να κρατήσουμε από την ταινία: «Στην πορεία της ζωής σου, ένα λάθος τρένο μπορεί να σε πάει στο σωστό προορισμό.»


Παρασκευή Γιουβανάκη

Βαθμολογία: 3/5