ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Jon S. Baird
ΗΘΟΠΟΙΟΙ : James McAvoy, Jamie Bell, Eddie Marsan, Imogen Poots, Jim Broadbent.
Υπόθεση : Ο ντεντέκτιβ Bruce Robertson ( James McAvoy) έχει βάλει στόχο του την προαγωγή, του έχει γίνει έμμονη ιδέα. Και φυσικά είναι σίγουρος πως αυτός είναι που θα την πάρει, με κάθε μέσο.
Σαμποτάροντας τους συναδέλφους του και χωρίς να λογαριάζει τίποτα.
Η ευκαιρία του βρίσκεται στην επίλυση μιας νέας υπόθεσης, μόλις τα καταφέρει , όπως και βαθύτατα πιστεύει, η γυναίκα του θα γυρίσει πίσω και όλα θα είναι μέλι γάλα.
Είναι όμως τα πράγματα τόσο απλά και εύκολα ;
Το “Filth” ή αλλιώς «Διαφθορά» είναι μια Σκωτσέζικη ταινία που ταλαντεύεται μεταξύ μαύρης κωμωδίας και δράματος, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Jon S. Baird, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Irvine Welsh με τον ίδιο τίτλο.
Είναι μια ταινία που μπορεί δίκαια να καταταχτεί στο εκκεντρικό Αγγλικό σινεμά δίπλα σε άλλα αντισυμβατικά αριστουργήματα όπως το “Trainspotting “ του Danny Boyle ( επίσης βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Irvine Welsh) και το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Stanley Kubrick (και που σηκώνει πολύ συζήτηση).
Η ταινία έχει πολλές αναφορές στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» και δίνει σε πολλά σημεία την εντύπωση πως εδώ ο σκηνοθέτης προσπαθεί να την μιμηθεί.
Σκωτσέζικη αργκό, γκροτέσκα σκηνικά, αναχρονισμός, αφήγηση πολλών προσώπων, σπάσιμο της σύμβασης του τέταρτου τοίχου (ο ηθοποιός μιλάει στην κάμερα και έρχεται πιο κοντά στους θεατές),στυλιζαρισμένοι χαρακτήρες που φτάνουν στα όρια της καρικατούρας αποτελούν μερικά μόνο από τα στοιχεία στον κινηματογραφικό καμβά του σκηνοθέτη που με μεγάλη δόση μαεστρίας μας χαρίζει ένα ιδιότυπο αριστούργημα.
Η εναρκτήρια σεκάνς μας τοποθετεί μέσα σε έναν μουντό κόσμο χοντροκομμένου χιούμορ δίχως κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ίσως τα πρώτα δέκα λεπτά να κουράζουν κι όλας.
(Μην σταματήσετε να βλέπετε εκεί όμως!) Καθώς συνεχίζεται η ταινία υπάρχει μια σταδιακή κλιμάκωση στην πλοκή της ιστορίας που κρατάει σταθερά το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος δημιουργώντας μεγάλη αγωνία και προσμονή για ένα τελείως αναπάντεχο φινάλε.
Ο σκηνοθέτης με αφορμή την ταινία σχολιάζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο την διαφθορά στην γραφειοκρατία σε συνάρτηση με την διαφθορά στο σύστημα αξιών της κοινωνίας και σκιαγραφεί με έναν πολύ έξυπνο τρόπο τους χαρακτήρες της ταινίας χρησιμοποιώντας μια πληθώρα σκηνοθετικών τεχνικών.
Ουσιαστικά ακολουθούμε την πορεία του άπληστου ντεντέκτιβ Bruce προς την προαγωγή. Η οποία του έχει γίνει αυτοσκοπός. Δεν έχει κανέναν στη ζωή του μετά τον χωρισμό του από την γυναίκα του, που δεν τον αφήνει να βλέπει ούτε την κόρη τους. Ο Bruce έχει καταντήσει μια σκιά του εαυτού του, δεν τον ενδιαφέρει να κάνει σωστά την δουλειά του, δεν δίνει δεκάρα για τους φίλους του. Έχει βυθιστεί σε κάθε είδους κατάχρηση.
Είναι ένας χαρακτήρας που εκ πρώτης όψεως φαντάζει αλαζονικός, ρηχός και καθόλου συμπαθής.
Όμως, η συνάντηση του με μια άγνωστη γυναίκα και η προσπάθεια του να σώσει τον σύζυγο της εμφανίζεται σαν σανίδα σωτηρίας, σαν από μηχανής θεός για να τον κρατήσει σε επαφή με την πραγματικότητα.
Ο Bruce όντας ψυχολογικά και ψυχικά εξαθλιωμένος έχει φτάσει στα όρια της μανιοκατάθλιψης, είναι διπολικός και σε μεγάλα κομμάτια της ταινίας έχει παραισθήσεις.
Το voice over του Bruce (James McAvoy) αποτελεί ένα είδος αφήγησης σπάζοντας την σύμβαση του τέταρτου τοίχου και λειτουργεί διττά.
Από την μια πλευρά στην σκηνή στο γραφείο με τους συναδέλφους του και το αφεντικό του , τον αποστασιοποιεί από τους υπόλοιπους χαρακτήρες.
Από την άλλη μας βάζει μέσα στο κεφάλι ενός μανιοκαταθλιπτικού ανθρώπου και μαζί του καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και με την σταδιακή κλιμάκωση της πλοκής δημιουργούμε ένα «ψυχογράφημα» του χαρακτήρα και έτσι σε κάποιον βαθμό ερχόμαστε κοντά του και τον συμπονούμε.
Η ερμηνεία του James McAvoy είναι ανατριχιαστικά καλή, ίσως από τις καλύτερες ερμηνείες του μέχρι στιγμής. Ενώ τον έχουμε συχνά συνηθίσει στον ρόλο του συνετού ήρωα, τώρα έρχεται να μας εντυπωσιάσει με τις άσεμνες ατάκες και την κάθε άλλο παρά γοητευτική παράνοια του.
Μεγάλες διακυμάνσεις έχει ο χαρακτήρας του που ενώ μας συστήνεται ως ξιπασμένος, μουντρούχος , συνεχίζει ως ένα χαμένο κορμί που πέφτει από την παράνοια στην λογική και τελικά καταλαβαίνει τι του συμβαίνει και μας κάνει να τον συμπαθήσουμε. Εξαιρετική ερμηνεία ,κλέβει την παράσταση.
Και το υπόλοιπο cast δίνει αξιόλογες ερμηνείες όπως π.χ. ο πάμπλουτος σπασίκλας δήθεν κολλητός του Βruce , ο Bladesey ( Eddie Marsan) που παρουσιάζεται σαν μια αξιαγάπητη καρικατούρα.
Τέλος, να πω πως το φινάλε είναι αναπάντεχο και πολύ απρόβλεπτο. Μια ταινία που σίγουρα θα μοιράσει το κοινό σε δυο κατηγορίες (αυτούς που θα το λατρέψουν κι αυτούς που θα το μισήσουν) και θα διχάσει.
Συνδυάζει πολλά, και λειτουργεί σαν ψυχογράφημα ενός μανιοκαταθλιπτικού, δηλαδή δεν είναι μια ταινία που την βλέπει κανείς για να χαλαρώσει.
Δεν την προτείνω σε όλους , αλλά σίγουρα αξίζει!
Ιλόνα Αγγελίδου,
για το Film Critiques
Βαθμολογία : 4/5
ΗΘΟΠΟΙΟΙ : James McAvoy, Jamie Bell, Eddie Marsan, Imogen Poots, Jim Broadbent.
Υπόθεση : Ο ντεντέκτιβ Bruce Robertson ( James McAvoy) έχει βάλει στόχο του την προαγωγή, του έχει γίνει έμμονη ιδέα. Και φυσικά είναι σίγουρος πως αυτός είναι που θα την πάρει, με κάθε μέσο.
Σαμποτάροντας τους συναδέλφους του και χωρίς να λογαριάζει τίποτα.
Η ευκαιρία του βρίσκεται στην επίλυση μιας νέας υπόθεσης, μόλις τα καταφέρει , όπως και βαθύτατα πιστεύει, η γυναίκα του θα γυρίσει πίσω και όλα θα είναι μέλι γάλα.
Είναι όμως τα πράγματα τόσο απλά και εύκολα ;
Το “Filth” ή αλλιώς «Διαφθορά» είναι μια Σκωτσέζικη ταινία που ταλαντεύεται μεταξύ μαύρης κωμωδίας και δράματος, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Jon S. Baird, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Irvine Welsh με τον ίδιο τίτλο.
Είναι μια ταινία που μπορεί δίκαια να καταταχτεί στο εκκεντρικό Αγγλικό σινεμά δίπλα σε άλλα αντισυμβατικά αριστουργήματα όπως το “Trainspotting “ του Danny Boyle ( επίσης βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Irvine Welsh) και το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Stanley Kubrick (και που σηκώνει πολύ συζήτηση).
Η ταινία έχει πολλές αναφορές στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» και δίνει σε πολλά σημεία την εντύπωση πως εδώ ο σκηνοθέτης προσπαθεί να την μιμηθεί.
Σκωτσέζικη αργκό, γκροτέσκα σκηνικά, αναχρονισμός, αφήγηση πολλών προσώπων, σπάσιμο της σύμβασης του τέταρτου τοίχου (ο ηθοποιός μιλάει στην κάμερα και έρχεται πιο κοντά στους θεατές),στυλιζαρισμένοι χαρακτήρες που φτάνουν στα όρια της καρικατούρας αποτελούν μερικά μόνο από τα στοιχεία στον κινηματογραφικό καμβά του σκηνοθέτη που με μεγάλη δόση μαεστρίας μας χαρίζει ένα ιδιότυπο αριστούργημα.
Η εναρκτήρια σεκάνς μας τοποθετεί μέσα σε έναν μουντό κόσμο χοντροκομμένου χιούμορ δίχως κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ίσως τα πρώτα δέκα λεπτά να κουράζουν κι όλας.
(Μην σταματήσετε να βλέπετε εκεί όμως!) Καθώς συνεχίζεται η ταινία υπάρχει μια σταδιακή κλιμάκωση στην πλοκή της ιστορίας που κρατάει σταθερά το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος δημιουργώντας μεγάλη αγωνία και προσμονή για ένα τελείως αναπάντεχο φινάλε.
Ο σκηνοθέτης με αφορμή την ταινία σχολιάζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο την διαφθορά στην γραφειοκρατία σε συνάρτηση με την διαφθορά στο σύστημα αξιών της κοινωνίας και σκιαγραφεί με έναν πολύ έξυπνο τρόπο τους χαρακτήρες της ταινίας χρησιμοποιώντας μια πληθώρα σκηνοθετικών τεχνικών.
Ουσιαστικά ακολουθούμε την πορεία του άπληστου ντεντέκτιβ Bruce προς την προαγωγή. Η οποία του έχει γίνει αυτοσκοπός. Δεν έχει κανέναν στη ζωή του μετά τον χωρισμό του από την γυναίκα του, που δεν τον αφήνει να βλέπει ούτε την κόρη τους. Ο Bruce έχει καταντήσει μια σκιά του εαυτού του, δεν τον ενδιαφέρει να κάνει σωστά την δουλειά του, δεν δίνει δεκάρα για τους φίλους του. Έχει βυθιστεί σε κάθε είδους κατάχρηση.
Είναι ένας χαρακτήρας που εκ πρώτης όψεως φαντάζει αλαζονικός, ρηχός και καθόλου συμπαθής.
Όμως, η συνάντηση του με μια άγνωστη γυναίκα και η προσπάθεια του να σώσει τον σύζυγο της εμφανίζεται σαν σανίδα σωτηρίας, σαν από μηχανής θεός για να τον κρατήσει σε επαφή με την πραγματικότητα.
Ο Bruce όντας ψυχολογικά και ψυχικά εξαθλιωμένος έχει φτάσει στα όρια της μανιοκατάθλιψης, είναι διπολικός και σε μεγάλα κομμάτια της ταινίας έχει παραισθήσεις.
Το voice over του Bruce (James McAvoy) αποτελεί ένα είδος αφήγησης σπάζοντας την σύμβαση του τέταρτου τοίχου και λειτουργεί διττά.
Από την μια πλευρά στην σκηνή στο γραφείο με τους συναδέλφους του και το αφεντικό του , τον αποστασιοποιεί από τους υπόλοιπους χαρακτήρες.
Από την άλλη μας βάζει μέσα στο κεφάλι ενός μανιοκαταθλιπτικού ανθρώπου και μαζί του καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και με την σταδιακή κλιμάκωση της πλοκής δημιουργούμε ένα «ψυχογράφημα» του χαρακτήρα και έτσι σε κάποιον βαθμό ερχόμαστε κοντά του και τον συμπονούμε.
Η ερμηνεία του James McAvoy είναι ανατριχιαστικά καλή, ίσως από τις καλύτερες ερμηνείες του μέχρι στιγμής. Ενώ τον έχουμε συχνά συνηθίσει στον ρόλο του συνετού ήρωα, τώρα έρχεται να μας εντυπωσιάσει με τις άσεμνες ατάκες και την κάθε άλλο παρά γοητευτική παράνοια του.
Μεγάλες διακυμάνσεις έχει ο χαρακτήρας του που ενώ μας συστήνεται ως ξιπασμένος, μουντρούχος , συνεχίζει ως ένα χαμένο κορμί που πέφτει από την παράνοια στην λογική και τελικά καταλαβαίνει τι του συμβαίνει και μας κάνει να τον συμπαθήσουμε. Εξαιρετική ερμηνεία ,κλέβει την παράσταση.
Και το υπόλοιπο cast δίνει αξιόλογες ερμηνείες όπως π.χ. ο πάμπλουτος σπασίκλας δήθεν κολλητός του Βruce , ο Bladesey ( Eddie Marsan) που παρουσιάζεται σαν μια αξιαγάπητη καρικατούρα.
Τέλος, να πω πως το φινάλε είναι αναπάντεχο και πολύ απρόβλεπτο. Μια ταινία που σίγουρα θα μοιράσει το κοινό σε δυο κατηγορίες (αυτούς που θα το λατρέψουν κι αυτούς που θα το μισήσουν) και θα διχάσει.
Συνδυάζει πολλά, και λειτουργεί σαν ψυχογράφημα ενός μανιοκαταθλιπτικού, δηλαδή δεν είναι μια ταινία που την βλέπει κανείς για να χαλαρώσει.
Δεν την προτείνω σε όλους , αλλά σίγουρα αξίζει!
Ιλόνα Αγγελίδου,
για το Film Critiques
Βαθμολογία : 4/5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου