Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Imogen Poots. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Imogen Poots. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Jimi: All Is by My Side κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: John Ridley
Ηθοποιοί: André Benjamin, Hayley Atwell, Imogen Poots


Το ροκ δεν είναι είδος μουσικής. Δεν είναι μια νόρμα που αποτελείται από φωνή, μία ή δύο κιθάρες, μπάσο και ντραμς. Είναι γνήσια κοινωνική έκφραση της επαναστατικότητας και ως τέτοια δε χωράει στα ρυθμικά τέσσερα τέταρτα και δεν εξαντλείται σε πεντάγραμμα. Ο θρύλος τού Jimi Hendrix ξεκινάει και τελειώνει στην παραπάνω αρχή. Δεν πρόκειται απλώς για έναν τέλειο κιθαρίστα ή έστω τον καλύτερο της εποχής του. Πρόκειται περισσότερο για έναν άνθρωπο που στην ουσία δεν έζησε ποτέ, παρά μόνο μέσα από το απελευθερωτικό γλίστρημα των δαχτύλων του στις χορδές της κιθάρας που αρκούσε για να χωρέσει όλο του το πνεύμα.

Αυτή την πτυχή του μουσικού κολοσσού επιχειρεί να αγγίξει η ταινία του John Ridley. Ήταν, επομένως, υποχρέωση του σκηνοθέτη να μην αναλωθεί σε συγκινησιακές φορτίσεις και επί τροχάδην ανασκοπήσεις της δραματικά σύντομης ζωής του Hendrix. Γι’ αυτό ακριβώς, πολύ εύστοχα, μας τοποθετεί στα 1966 και μας παρουσιάζει έναν ακόμα άσημο και χαμένο στο διάστημα Jimi. Σε κάποιο παρακμιακό στέκι, όπου ο νεαρός κιθαρίστας ξοδεύει την τέχνη του σε αυτιά που δεν του αρμόζουν, οι νότες του θα φτάσουν στα αυτιά της Linda Keith, συντρόφου του Keith Richards, η οποία μένει εμβρόντητη από το ταλέντο του. Έτσι, προσεγγίζει τον Chas Chandler, μπασίστα των Animals (στο σημείο αυτό ένας ορκισμένος ροκάς έχει ήδη δακρύσει) και του συστήνει τον άμαθο Jimi. Ο Chas εντυπωσιάζεται και τον παίρνει μαζί του στην Αγγλία με σκοπό να βοηθήσει το άστρο του να λάμψει. Από το σημείο αυτό, αρχίζει και το ταξίδι του Hendrix σ’ έναν κόσμο που ούτε καταλαβαίνει ούτε τον χωράει. 

Ο Ridley επιλέγει να θυσιάσει τις κινηματογραφική αρτιότητα στο βωμό της ειλικρινούς παρουσίασης του σαγηνευτικού αυτού ανθρώπου. Προσφέρει, λοιπόν, ένα σύντομο ταξίδι στον ονειρικό κόσμο του Hendrix, ενός ανθρώπου που δε μπορεί να αντιληφθεί τη σύλληψη των ορίων, των διακρίσεων, όλων εκείνων των στοιχείων που θυμίζουν στους ανθρώπους πόσο διαφορετικοί είναι αντί να τους στρέψουν σε όλα εκείνα που τους κάνουν ίδιους, ενός ποιητή που δεν καταλάβαινε ότι η μουσική χωράει σε καλούπια και εξυπηρετεί περαιτέρω σκοπούς. Από τη σκοπιά αυτή, ο σκηνοθέτης είναι άξιος συγχαρητηρίων, ωστόσο η επιλογή αυτή επέφερε και το κόστος της. Η ταινία εμπίπτει σε μια σειρά «σφαλμάτων», όπως η εξαφάνιση της Linda Keith μετά το πρώτο μέρος όπου μονοπωλεί την ταινία, ασταθής ρυθμός, ελλιπής ανάπτυξη των περισσότερων χαρακτήρων. Αλλά, ακόμα και αυτά, θα μπορούσαν να ενταχθούν στην απόπειρα του σκηνοθέτη να μεταφέρει το θεατή μέσα στο πνεύμα του Jimi, το οποίο αντιλαμβανόταν τα πάντα θολά και νεφελώδη, κινούνταν πάντα σε διαφορετικό ρυθμό από τους υπολοίπους και δε μπορούσε να αναπτύξει ουσιαστική επαφή με κανέναν. Τούτων λεχθέντων, είναι σαφές ότι το αν ένας θεατής θα εκτιμήσει ή όχι το έργο εξαρτάται από τη σχέση του με τη ροκ φιλοσοφία και τον Hendrix ειδικότερα.


Η αναπαράσταση των 60s είναι εξαιρετικά καλοδουλεμένη, με την προσεγμένη φωτογραφία και το αλλόκοτο μοντάζ να βάζουν το θεατή γλυκά στο κλίμα της αλλόκοτης αυτής εποχής. Η μουσική επένδυση είναι μεν εύστοχη, η παντελής απουσία όμως κομματιών του Hendrix, λόγω νομικού κωλύματος, την κάνει να φαίνεται λειψή και καταντά ενοχλητική. Στο πεδίο των ερμηνειών, ο Andre Benjamin τα βγάζει πέρα και με το παραπάνω, αφού κατακτά το φιλοσοφικά απλανές βλέμμα του Jimi δίχως να καταντάει μιμητικός, ενώ η μελιστάλαχτη Imogen Poots εντυπωσιάζει ως Linda Keith, σ’ έναν χαρακτήρα που πάντως αδικήθηκε στα σημεία από τη βαρύτητα που δόθηκε στην ανάπτυξή του.

Το Jimi: All By My Side είναι μια ταινία που δεν έχει μαζική απεύθυνση. Αποφεύγει τις αγιοποιήσεις και τους εκτενείς διθυράμβους που συνήθως κάνουν την εμφάνιση τους σε αντίστοιχες «βιογραφικές» ταινίες και ενδιαφέρεται περισσότερο να κάνει το θεατή να δει τον τρόπο που επιχειρούσε ο Hendrix να επιβιώσει, με μια φυσική ροπή προς τη μοναξιά και μια ασίγαστη επιθυμία για έκφραση αγάπης μέσω της μουσικής, αγάπη που αδυνατούσε να εκφράσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Στον εφηβικά βαθυστόχαστο κόσμο του Jimi η μόνη επανάσταση είναι η αγάπη και το μόνο μέσο που διέθετε ήταν η κιθάρα του. Επομένως, δεν είναι παράλογη η αδυναμία του να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους τριγύρω του, σε ένα αποστειρωμένο απάνθρωπο πλαίσιο. Όσοι θεατές έχουν μια μικρή εικόνα του κόσμου του, θα αντιληφθούν τη μυσταγωγία της ταινίας. Οι υπόλοιποι, κατά πάσα πιθανότητα, θα τη βρουν άνιση. 

Βαθμολογία: 3/5
Φίλιππος Χατζίκος

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Filth κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Jon S. Baird
ΗΘΟΠΟΙΟΙ : James McAvoy, Jamie Bell, Eddie Marsan, Imogen Poots, Jim Broadbent.


 Υπόθεση : Ο ντεντέκτιβ Bruce Robertson ( James McAvoy) έχει βάλει στόχο του την προαγωγή, του έχει γίνει έμμονη ιδέα. Και φυσικά είναι σίγουρος πως αυτός είναι που θα την πάρει, με κάθε μέσο.
Σαμποτάροντας τους συναδέλφους του και χωρίς να λογαριάζει τίποτα.
Η ευκαιρία του βρίσκεται στην επίλυση μιας νέας υπόθεσης, μόλις τα καταφέρει , όπως και βαθύτατα πιστεύει, η γυναίκα του θα γυρίσει πίσω και όλα θα είναι μέλι γάλα.
Είναι όμως τα πράγματα τόσο απλά και εύκολα ;

Το “Filth” ή αλλιώς «Διαφθορά» είναι μια Σκωτσέζικη ταινία που ταλαντεύεται μεταξύ μαύρης κωμωδίας και δράματος, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Jon S. Baird, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Irvine Welsh με τον ίδιο τίτλο.
Είναι μια ταινία που μπορεί δίκαια να καταταχτεί στο εκκεντρικό Αγγλικό σινεμά δίπλα σε άλλα αντισυμβατικά αριστουργήματα όπως το “Trainspotting “ του Danny Boyle ( επίσης βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Irvine Welsh) και το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Stanley Kubrick (και που σηκώνει πολύ συζήτηση).
Η ταινία έχει πολλές αναφορές στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» και δίνει σε πολλά σημεία την εντύπωση πως εδώ ο σκηνοθέτης προσπαθεί να την μιμηθεί.

 Σκωτσέζικη αργκό, γκροτέσκα σκηνικά, αναχρονισμός, αφήγηση πολλών προσώπων, σπάσιμο της σύμβασης του τέταρτου τοίχου (ο ηθοποιός μιλάει στην κάμερα και έρχεται πιο κοντά στους θεατές),στυλιζαρισμένοι χαρακτήρες που φτάνουν στα όρια της καρικατούρας αποτελούν μερικά μόνο από τα στοιχεία στον κινηματογραφικό καμβά του σκηνοθέτη που με μεγάλη δόση μαεστρίας μας χαρίζει ένα ιδιότυπο αριστούργημα.

  Η εναρκτήρια σεκάνς μας τοποθετεί μέσα σε έναν μουντό κόσμο χοντροκομμένου χιούμορ δίχως κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ίσως τα πρώτα δέκα λεπτά να κουράζουν κι όλας.
(Μην σταματήσετε να βλέπετε εκεί όμως!) Καθώς συνεχίζεται η ταινία υπάρχει μια σταδιακή κλιμάκωση στην πλοκή της ιστορίας που κρατάει σταθερά το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος δημιουργώντας μεγάλη αγωνία και προσμονή για ένα τελείως αναπάντεχο φινάλε.

 Ο σκηνοθέτης με αφορμή την ταινία σχολιάζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο την διαφθορά στην γραφειοκρατία σε συνάρτηση με την διαφθορά στο σύστημα αξιών της κοινωνίας και σκιαγραφεί με έναν πολύ έξυπνο τρόπο τους χαρακτήρες της ταινίας χρησιμοποιώντας μια πληθώρα σκηνοθετικών τεχνικών.

Ουσιαστικά ακολουθούμε την πορεία του άπληστου ντεντέκτιβ Bruce προς την προαγωγή. Η οποία του έχει γίνει αυτοσκοπός. Δεν έχει κανέναν στη ζωή του μετά τον χωρισμό του από την γυναίκα του, που δεν τον αφήνει να βλέπει ούτε την κόρη τους. Ο Bruce έχει καταντήσει μια σκιά του εαυτού του, δεν τον ενδιαφέρει να κάνει σωστά την δουλειά του, δεν δίνει δεκάρα για τους φίλους του. Έχει βυθιστεί σε κάθε είδους κατάχρηση.

Είναι ένας χαρακτήρας που εκ πρώτης όψεως φαντάζει αλαζονικός, ρηχός και καθόλου συμπαθής.
Όμως, η συνάντηση του με μια άγνωστη γυναίκα και η προσπάθεια του να σώσει τον σύζυγο της εμφανίζεται σαν σανίδα σωτηρίας, σαν από μηχανής θεός για να τον κρατήσει σε επαφή με την πραγματικότητα.

  Ο Bruce όντας ψυχολογικά και ψυχικά εξαθλιωμένος έχει φτάσει στα όρια της μανιοκατάθλιψης, είναι διπολικός και σε μεγάλα κομμάτια της ταινίας έχει παραισθήσεις.
Το voice over του Bruce (James McAvoy) αποτελεί ένα είδος αφήγησης σπάζοντας την σύμβαση του τέταρτου τοίχου και λειτουργεί διττά.
Από την μια πλευρά στην σκηνή στο γραφείο με τους συναδέλφους του και το αφεντικό του , τον αποστασιοποιεί από τους υπόλοιπους χαρακτήρες.

Από την άλλη μας βάζει μέσα στο κεφάλι ενός μανιοκαταθλιπτικού ανθρώπου και μαζί του καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και με την σταδιακή κλιμάκωση της πλοκής δημιουργούμε ένα «ψυχογράφημα» του χαρακτήρα και έτσι σε κάποιον βαθμό ερχόμαστε κοντά του και τον συμπονούμε.
Η ερμηνεία του James McAvoy είναι ανατριχιαστικά καλή, ίσως από τις καλύτερες ερμηνείες του μέχρι στιγμής. Ενώ τον έχουμε συχνά συνηθίσει στον ρόλο του συνετού ήρωα, τώρα έρχεται να μας εντυπωσιάσει με τις άσεμνες ατάκες και την κάθε άλλο παρά γοητευτική παράνοια του.

 Μεγάλες διακυμάνσεις έχει ο χαρακτήρας του που ενώ μας συστήνεται ως ξιπασμένος, μουντρούχος , συνεχίζει ως ένα χαμένο κορμί που πέφτει από την παράνοια στην λογική και τελικά καταλαβαίνει τι του συμβαίνει και μας κάνει να τον συμπαθήσουμε. Εξαιρετική ερμηνεία ,κλέβει την παράσταση.

Και το υπόλοιπο cast δίνει αξιόλογες ερμηνείες όπως π.χ. ο πάμπλουτος σπασίκλας δήθεν κολλητός του Βruce , ο Bladesey ( Eddie Marsan) που παρουσιάζεται σαν μια αξιαγάπητη καρικατούρα.
Τέλος, να πω πως το φινάλε είναι αναπάντεχο και πολύ απρόβλεπτο. Μια ταινία που σίγουρα θα μοιράσει το κοινό σε δυο κατηγορίες (αυτούς που θα το λατρέψουν κι αυτούς που θα το μισήσουν) και θα διχάσει.
Συνδυάζει πολλά, και λειτουργεί σαν ψυχογράφημα ενός μανιοκαταθλιπτικού, δηλαδή δεν είναι μια ταινία που την βλέπει κανείς για να χαλαρώσει.

Δεν την προτείνω σε όλους , αλλά σίγουρα αξίζει!

Ιλόνα Αγγελίδου,
για το Film Critiques
 Βαθμολογία : 4/5