Σκηνοθεσία: Pif
Ηθοποιοί: Cristiana Capotondi, Pif, Alex Bisconti
Η δράση της μαφίας, ως μιας εκ των μεγαλύτερων πληγών της Ιταλικής και δη της σικελικής κοινωνίας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, έχει απεικονιστεί ουκ ολίγες φορές στον κινηματογράφο, με πιο πρόσφατο επιτυχημένο παράδειγμα το Gomorrah του Matteo Garrone. Αυτό που ίσως έλειπε από την σύγχρονη ιταλική φιλμογραφία, που κάθε άλλο πάρα έλλειψη χιούμορ επιδεικνύει, ήταν μια επιτυχημένη μαφιόζικη σάτιρα. Αυτό ακριβώς δηλαδή που προσπάθησε να της χαρίσει ο Pif, με την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, στην οποία εκτελεί και χρέη σεναριογράφου και πρωταγωνιστή.
Στην κατά πάσα πιθανότητα ευρέως αυτοβιογραφική αυτή ταινία συναντάμε τον Arturo, έναν γλυκύτατο νεαρό στην αυγή της εφηβικής ηλικίας, ο οποίος προσπαθεί να κερδίσει την καρδιά της καινούριας του συμμαθήτριας Flora, στο μαστιζόμενο από τη μαφιόζικη επικηδεμόνευση Palermo του 1970. Παράλληλα, ο μικρός αποκτά μια παράλογη λατρεία για τον πρωθυπουργό Giulio Andreotti, τον οποίο χρησιμοποιεί ως τρόπον τινά μέντορα, μέσω συνεντεύξεων και δημόσιων τοποθετήσεών του, αλλά και μια απολύτως λογική απορία: «Μπαμπά, τι είναι μαφία;». Μέσα λοιπόν σε αυτό το περιβάλλον, με της εκτελέσεις της Μαφίας να λαμβάνουν χώρα συχνότατα και εμποδίζοντας πολλές φορές τα σχέδια του Arturo προς κατάκτηση της καρδιάς της νεαράς κορασίδος, η αγάπη του ολοένα και απομακρύνεται, ενώ το ερωτηματικό του γύρω από το κράτος εν κράτει που κυβερνά τον τόπο του γιγαντώνεται.
Ο Pif, συγκεντρώνοντας μέσα σε 90 λεπτά πολλές από τις τρανταχτές παθογένειες της ιταλικής πολιτείας και κοινωνίας, κατορθώνει να δημιουργήσει ένα κράμα κινηματογραφικών ειδών με βασικό συστατικό το χιούμορ, το οποίο φιλοδοξεί να προσδώσει στο γέλιο των Ιταλών και μη θεατών του έναν αυτοκριτικό χαρακτήρα. Βάλλει κατά της μεμψιμοιρίας των Σικελών σχετικά με την κυριαρχία της Μαφίας, της εθελοτυφλίας των πολιτικών αρχών, που εξέθεταν κακουργηματικά σε κίνδυνο όποιον αρμόδιο επιθυμούσε να τα βάλει με το οργανωμένο έγκλημα, και συνολικά κατά της υποκρισίας λαού και αρχόντων περί της εν τοις πράγμασι απώλειας της πολιτικής και δημοκρατικής κυριαρχίας. Το χιούμορ του είναι οξύτατα πολιτικό, με έκδηλη την ειρωνεία και προεξάρχοντα όλων τον αυτοσαρκασμό, φέρνοντας στο νου αριστουργηματικές βαλκανικές σάτιρες όπως τα Tito and Me και Balkan Spy, καθώς διαθέτει όλη τη γενναιότητα που απαιτείται ώστε να αντιμετωπίσει κατάματα της αδυναμίες του λαού χωρίς εξοντωτικές υπερβολές. Ο Pif όμως κάνει και το βήμα παραπάνω, αυτό ακριβώς που αποτελεί το δυνατό σημείο του προαναφερόμενου ιδιότυπου βαλκανικού είδους: Δεν αναλαμβάνει ρόλο δημοσίου κατηγόρου προς το λαό και τους πολιτικούς, δηλαδή δεν αποκόπτεται από αυτόν στην κριτική που ασκεί. Η ταινία του είναι σαρξ εκ της σαρκός της ταλαιπωρημένης από τη Μαφία σικελικής κοινωνίας, και έτσι πρώτος αυτός αντιλαμβάνεται πόσο οδυνηρό είναι για έναν λαό του προηγμένου δυτικού ελεύθερου κόσμου να αδυνατεί να καθορίσει τις τύχες του, καταφέρνοντας να χωρέσει και μια ωδή σε όσους αφιέρωσαν τη ζωή τους στον αγώνα κατά αυτής της εκτροπής και κατ’ επέκταση στον αγώνα για τη λαϊκή κυριαρχία.
Στο τεχνικό σκέλος, η ταινία φέρει κάποιες αδυναμίες. Είναι φανερά χωρισμένη σε δύο μέρη, με το δεύτερο να υπολείπεται κατά πολύ σε ρυθμό και έμπνευση του πρώτου. Η μουσική επένδυση είναι εξαιρετική και χτίζει υπόγεια και αθόρυβα το κατάλληλο κλίμα, ενώ ο Pif και η Cristiana Catopondi δένουν με έναν γλυκά αμήχανο τρόπο ως ενήλικοι Arturo και Flora. Αν και ορισμένες φορές φλερτάρει με την υποβάθμιση σε απλό πασατέμπο, τελικώς παραμένει προσηλωμένη στο στόχο και επαναφέρεται εγκαίρως στην αντίστοιχη πορεία. Στα αρνητικά ίσως θα μπορούσε να λογιστεί και ότι κάποια από τα χαρακτηριστικά του μικρού Arturo δεν αναπτύσσονται όσο θα μπορούσαν στη συνέχεια, μένοντας έτσι στο επίπεδο της χαριτωμένης λεπτομέρειας, αλλά προκαλώντας ερωτήματα σχετικά με την εξέλιξη του χαρακτήρα στο χρόνο.
Η κοινωνικοπολιτική σάτιρα ως είδος, όταν εκπροσωπείται από σοβαρές απόπειρες και όχι από χαϊδολογήματα της γραφικότητας του εκάστοτε λαού, απαιτεί από το κοινό μεγαλύτερη συμμετοχή από το σύνηθες, καθώς ο κάθε θεατής θα πρέπει να παραιτηθεί από τις άμυνές του, να παραδεχθεί τις παθογένειες της κοινωνίας στην οποία ζει και πολύ περισσότερο να επωμιστεί το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί. Αν κανείς περιμένει να δει μια αποστασιοποιημένη κωμωδία προς διασκέδαση των προβληματισμών του, ας στραφεί αλλού. Αν πάλι κανείς επιθυμεί να ψυχαγωγηθεί και να προβληματιστεί πολιτικά, η εν λόγω ταινία του παρέχει τη σχετική ευκαιρία σε ένα επίπεδο το λιγότερο αξιοπρεπές.
Βαθμολογία: 3/5
Φίλιππος Χατζίκος
Ηθοποιοί: Cristiana Capotondi, Pif, Alex Bisconti
Η δράση της μαφίας, ως μιας εκ των μεγαλύτερων πληγών της Ιταλικής και δη της σικελικής κοινωνίας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, έχει απεικονιστεί ουκ ολίγες φορές στον κινηματογράφο, με πιο πρόσφατο επιτυχημένο παράδειγμα το Gomorrah του Matteo Garrone. Αυτό που ίσως έλειπε από την σύγχρονη ιταλική φιλμογραφία, που κάθε άλλο πάρα έλλειψη χιούμορ επιδεικνύει, ήταν μια επιτυχημένη μαφιόζικη σάτιρα. Αυτό ακριβώς δηλαδή που προσπάθησε να της χαρίσει ο Pif, με την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, στην οποία εκτελεί και χρέη σεναριογράφου και πρωταγωνιστή.
Στην κατά πάσα πιθανότητα ευρέως αυτοβιογραφική αυτή ταινία συναντάμε τον Arturo, έναν γλυκύτατο νεαρό στην αυγή της εφηβικής ηλικίας, ο οποίος προσπαθεί να κερδίσει την καρδιά της καινούριας του συμμαθήτριας Flora, στο μαστιζόμενο από τη μαφιόζικη επικηδεμόνευση Palermo του 1970. Παράλληλα, ο μικρός αποκτά μια παράλογη λατρεία για τον πρωθυπουργό Giulio Andreotti, τον οποίο χρησιμοποιεί ως τρόπον τινά μέντορα, μέσω συνεντεύξεων και δημόσιων τοποθετήσεών του, αλλά και μια απολύτως λογική απορία: «Μπαμπά, τι είναι μαφία;». Μέσα λοιπόν σε αυτό το περιβάλλον, με της εκτελέσεις της Μαφίας να λαμβάνουν χώρα συχνότατα και εμποδίζοντας πολλές φορές τα σχέδια του Arturo προς κατάκτηση της καρδιάς της νεαράς κορασίδος, η αγάπη του ολοένα και απομακρύνεται, ενώ το ερωτηματικό του γύρω από το κράτος εν κράτει που κυβερνά τον τόπο του γιγαντώνεται.
Ο Pif, συγκεντρώνοντας μέσα σε 90 λεπτά πολλές από τις τρανταχτές παθογένειες της ιταλικής πολιτείας και κοινωνίας, κατορθώνει να δημιουργήσει ένα κράμα κινηματογραφικών ειδών με βασικό συστατικό το χιούμορ, το οποίο φιλοδοξεί να προσδώσει στο γέλιο των Ιταλών και μη θεατών του έναν αυτοκριτικό χαρακτήρα. Βάλλει κατά της μεμψιμοιρίας των Σικελών σχετικά με την κυριαρχία της Μαφίας, της εθελοτυφλίας των πολιτικών αρχών, που εξέθεταν κακουργηματικά σε κίνδυνο όποιον αρμόδιο επιθυμούσε να τα βάλει με το οργανωμένο έγκλημα, και συνολικά κατά της υποκρισίας λαού και αρχόντων περί της εν τοις πράγμασι απώλειας της πολιτικής και δημοκρατικής κυριαρχίας. Το χιούμορ του είναι οξύτατα πολιτικό, με έκδηλη την ειρωνεία και προεξάρχοντα όλων τον αυτοσαρκασμό, φέρνοντας στο νου αριστουργηματικές βαλκανικές σάτιρες όπως τα Tito and Me και Balkan Spy, καθώς διαθέτει όλη τη γενναιότητα που απαιτείται ώστε να αντιμετωπίσει κατάματα της αδυναμίες του λαού χωρίς εξοντωτικές υπερβολές. Ο Pif όμως κάνει και το βήμα παραπάνω, αυτό ακριβώς που αποτελεί το δυνατό σημείο του προαναφερόμενου ιδιότυπου βαλκανικού είδους: Δεν αναλαμβάνει ρόλο δημοσίου κατηγόρου προς το λαό και τους πολιτικούς, δηλαδή δεν αποκόπτεται από αυτόν στην κριτική που ασκεί. Η ταινία του είναι σαρξ εκ της σαρκός της ταλαιπωρημένης από τη Μαφία σικελικής κοινωνίας, και έτσι πρώτος αυτός αντιλαμβάνεται πόσο οδυνηρό είναι για έναν λαό του προηγμένου δυτικού ελεύθερου κόσμου να αδυνατεί να καθορίσει τις τύχες του, καταφέρνοντας να χωρέσει και μια ωδή σε όσους αφιέρωσαν τη ζωή τους στον αγώνα κατά αυτής της εκτροπής και κατ’ επέκταση στον αγώνα για τη λαϊκή κυριαρχία.
Στο τεχνικό σκέλος, η ταινία φέρει κάποιες αδυναμίες. Είναι φανερά χωρισμένη σε δύο μέρη, με το δεύτερο να υπολείπεται κατά πολύ σε ρυθμό και έμπνευση του πρώτου. Η μουσική επένδυση είναι εξαιρετική και χτίζει υπόγεια και αθόρυβα το κατάλληλο κλίμα, ενώ ο Pif και η Cristiana Catopondi δένουν με έναν γλυκά αμήχανο τρόπο ως ενήλικοι Arturo και Flora. Αν και ορισμένες φορές φλερτάρει με την υποβάθμιση σε απλό πασατέμπο, τελικώς παραμένει προσηλωμένη στο στόχο και επαναφέρεται εγκαίρως στην αντίστοιχη πορεία. Στα αρνητικά ίσως θα μπορούσε να λογιστεί και ότι κάποια από τα χαρακτηριστικά του μικρού Arturo δεν αναπτύσσονται όσο θα μπορούσαν στη συνέχεια, μένοντας έτσι στο επίπεδο της χαριτωμένης λεπτομέρειας, αλλά προκαλώντας ερωτήματα σχετικά με την εξέλιξη του χαρακτήρα στο χρόνο.
Η κοινωνικοπολιτική σάτιρα ως είδος, όταν εκπροσωπείται από σοβαρές απόπειρες και όχι από χαϊδολογήματα της γραφικότητας του εκάστοτε λαού, απαιτεί από το κοινό μεγαλύτερη συμμετοχή από το σύνηθες, καθώς ο κάθε θεατής θα πρέπει να παραιτηθεί από τις άμυνές του, να παραδεχθεί τις παθογένειες της κοινωνίας στην οποία ζει και πολύ περισσότερο να επωμιστεί το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί. Αν κανείς περιμένει να δει μια αποστασιοποιημένη κωμωδία προς διασκέδαση των προβληματισμών του, ας στραφεί αλλού. Αν πάλι κανείς επιθυμεί να ψυχαγωγηθεί και να προβληματιστεί πολιτικά, η εν λόγω ταινία του παρέχει τη σχετική ευκαιρία σε ένα επίπεδο το λιγότερο αξιοπρεπές.
Βαθμολογία: 3/5
Φίλιππος Χατζίκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου