Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

Adieu Au Langage κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία/Σενάριο: Jean-Luc Godard
Ηθοποιοί: Heloise Godet, Kamel Abdeli, Richard Chevallier, Zoe Bruneau, Christian Gregori, Daniel Ludwig, Jessica Erickson, Alexandre Paita,Isabelle Carbonneau, Anne-Marie Mieville, Florence Colombani, Jean-Luc Godard


"H ιδέα είναι απλή: Mια παντρεμένη γυναίκα κι ένας ανύπαντρος άνδρας συναντιούνται. Αγαπούν, τσακώνονται, τα αίματα ανάβουν. Ένας αδέσποτος σκύλος περιδιαβαίνει από την πόλη στην εξοχή. Οι εποχές περνούν. Ο άνδρας και η γυναίκα συναντιούνται ξανά. Ο σκύλος βρίσκεται ανάμεσά τους. O ένας είναι ο άλλος, και ο άλλος ο ένας και είναι τρεις. Ο πρώην σύζυγος διαλύει τα πάντα. Μία δεύτερη ταινία ξεκινά: ίδια με την πρώτη, κι όμως όχι. Από την ανθρώπινη φυλή περνάμε στη μεταφορά. Αυτό τελειώνει με γαβγίσματα και με τα κλάματα ενός μωρού. Στο μεταξύ, θα έχουμε δει ανθρώπους να μιλούν για την πτώση του δολαρίου, για την αλήθεια που κρύβεται στα μαθηματικά και για τον θάνατο ενός κοκκινολαίμη."..τάδε έφη Jean-Luc Godard.

Aν ξεκινήσεις να γράφεις για αυτόν τον σπουδαίο καλλιτέχνη, δέκα σελίδες μπρος-πίσω δεν σου φτάνουν.
Eδώ, στην 43η μεγάλου μήκους ταινία του και μάλλον οριστικά τελευταία, δίχως συνοχή, μια πληθώρα από έντονα χρωματισμένα πλάνα κάνουν την εμφάνιση τους και ο κορυφαίος αυτός σκηνοθέτης, ο πατέρας της "Nouvelle Vague" ή και αλλιώς "New Wave" της δεκαετίας του '60, μας αποχαιρετά μέσα από μια γλώσσα που ο ίδιος ξέρει πολύ καλά πως να διαχειριστεί και να μας κάνει να χαθούμε στο χαοτικό της σύμπαν. 

Θέλει να μας τραβήξει την προσοχή και να επικοινωνήσει μαζί μας αλλά όχι να ωραιοποιηθεί στα μάτια μας. Για το λόγο αυτό, ήχος και εικόνες, φαντάζουν σαν δουλειά...ερασιτέχνη!

Eικόνες μεταφορικές και αλληγορικές. Δύο άνισα κεφάλαια,η Φύση και η Παρομοίωση τα βάζουν με τη λογική και την ευαισθησία. Μέσα σε αυτά τα κεφάλαια, αποπνικτικά θα λέγαμε, συνυπάρχουν αμέτρητες λογοτεχνικές και φιλοσοφικές αναφορές μαζί με ποικίλες κοινωνικές καταστάσεις όπως  η σχέση άντρα-γυναίκας, οι εποχές του χρόνου, η αιώνια ψευδαίσθηση του έρωτα. Οπαδός του Φορμαλισμού όπως ανέκαθεν υπήρξε, υποστήριξε μέσα από τα έργα ότι η καλλιτεχνική αξία ενός έργου καθορίζεται απόλυτα από την τεχνοτροπία του. Έτσι ακριβώς και στο "Αποχαιρετώντας τη γλώσσα" δίνει προτεραιότητα στην αισθητική αντίδραση, αγνοώντας το περιεχόμενο και τη σύνδεσή του με κάποιο γεγονός.

Mια απερίγραπτη κινηματογραφική εμπειρία. 
Τον ευχαριστούμε για τα έργα που δώρισε στην 7η Τέχνη. "Με Κομμένη την Ανάσα","Δυο ή Τρία Πράγματα Που Ξέρω γι’ Αυτήν", "Ζούσε τη Ζωή της", " Η Περιφρόνηση", "Τρελός Πιερό", "Αρσενικό Θηλυκό", είναι μερικά από τα έργα του που οφείλουμε να θυμόμαστε.

Παρασκευή Γιουβανάκη
Βαθμολογία 3.5/5

The Belier Family/ La Famille Belier κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Eric Lartigau
Ηθοποιοί: Karin Viard, Louane Emera, Francois Damiens, Eric Elmosnino, Luca Gelberg, Roxane Duran

Έχοντας κερδίσει συγκρίσεις με κλασικές πια επιτυχίες όπως
το «Μπίλι Έλιοτ: Γεννημένος Χορευτής», τους πιο πρόσφατους «Άθικτους» αλλά και την περσινή κωμωδία «Θεέ Μου, Τι Σου Κάναμε;», η «Οικογένεια Μπελιέ» σημείωσε τεράστια επιτυχία στη Γαλλία, κόβοντας πάνω από επτάμιση εκατομμύρια εισιτήρια και εξασφαλίζοντας διανομή σε δεκάδες χώρες παγκοσμίως. Εκτός από εισιτήρια όμως έχει κερδίσει και την αγάπη μας.


Όλα τα μέλη της οικογένειας Μπελιέ είναι κωφάλαλα εκτός από την 16χρονη Πόλα, η οποία εκτελεί και χρέη διερμηνέα σε καθημερινή βάση, για τη διευκόλυνση των οικογενειακών υποχρεώσεων. Στην καρδιά της οικογένειας, βρίσκεται το ζευγάρι κωφών που πρέπει να αντιμετωπίσουν το πρώτο πλήγμα στην αρμονική τους ζωή όταν  η κόρη τους φτάνει στην επώδυνη στιγμή της ενηλικίωσης. Μια ημέρα, υπό την ενθάρρυνση του δασκάλου της ανακαλύπτει το ταλέντο της στο τραγούδι και έτσι η Πόλα αποφασίζει να λάβει μέρος στον μουσικό διαγωνισμό “Radio france”. Μία απόφαση ζωής που σημαίνει για εκείνη ότι θα πρέπει να αφήσει για λίγο πίσω την οικογένεια της...

Ο σκηνοθέτης Lartigau, δεν παρουσιάζει την οικογένεια με τρόπο ώστε να μας κάνει να τη λυπηθούμε ούτε παρουσιάζει την ιδιαιτερότητά τους σαν εμπόδιο για να ζήσουν όπως αυτοί θέλουν. Δουλεύει εύστοχα την περίπτωση της κώφωσης δίχως να τοποθετεί τους χαρακτήρες σε μειονεκτική θέση-εξαιρετική η σκηνή όπου δεν υπάρχει ήχος και "ζούμε" αυτό που ζει και η οικογένεια.
Δίνει τα απαραίτητα δραματικά στοιχεία τις στιγμές που πρέπει ενώ φαίνεται πως προσπαθεί να αποφύγει τις μελοδραματικές ευκολίες. 
Παράλληλα προσφέρει έξυπνο και πετυχημένο χιούμορ στην πλοκή-η οικογένεια αποκαλεί τη νεαρή μαύρη αγελάδα, "Ομπάμα". 
Τον κεντρικό χαρακτήρα και ίσως τον πιο απαιτητικό ρόλο, την Πόλα-διερμηνέα της οικογένειας, υποδύεται η νεαρή Louane Emera, που σε αφήνει έκπληκτο με τη φυσικότητα της τη στιγμή που δεν είναι καν επαγγελματίας ηθοποιός (στην πραγματικότητα ασχολείται με το τραγούδι και διακρίθηκε στο γαλλικό The Voise, αλλά μετά τη βράβευσή της με Σεζάρ ανερχόμενης ηθοποιού, μάλλον θα ξανασκεφτεί την υποκριτική!).

Ένα φίλμ ανθρώπινο, ευχάριστο και συνάμα συγκινητικό αλλά όχι μελό. Σου δίνει τη δύναμη να πεισμώσεις και το κουράγιο να τα καταφέρεις. Να καταφέρεις ότι στόχο και αν έχεις στο μυαλό και στην καρδιά και ας μοιάζει με τρελό όνειρο.

Παρασκευή Γιουβανάκη
Βαθμολογία 3.5/5

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Άγνωστη γη κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Manuel de Coco
Ηθοποιοί: Manos Kokoromitis, Shaiya Salem, Daniel Plackett

Χρονικά η ταινία μας τοποθετεί στο έτος 2011 κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης και της επανάστασης στην Υεμένη. Στο μοναδικής ομορφιάς νησί  Σοκότρα, η θάλασσα έχει ξεβράσει ένα νεαρό Εβραίο αγνοούμενο ενός ναυάγιου. Το μουσουλμανικό έδαφος φαντάζει ανοίκειο γι αυτόν και οι δυνατότητες επιβίωσης όλο και λιγοστεύουν. Μέσα από μαγευτικά φυσικά τοπία παρατηρούμε αποσπασματικά πτυχές της κοινωνικής ζωής του νησιού αλλά και σε ένα πιο μεταφυσικό επίπεδο, μια ψυχική σύνδεση μεταξύ ετοιμοθάνατου ναυαγού και ενός ντόπιου μουσουλμάνου. 

Η ταινία μπορεί να χαρακτηριστεί κατά βάση ντοκιμαντερίστικη στο μεγαλύτερο μέρος της, τουλάχιστον. Αποτελεί ένα συναρπαστικό οδοιπορικό σε τόπους φυσικούς αλλά και ψυχικούς. Η προσέγγιση της  είναι ιδιαιτέρως πρωτότυπη και καταφέρνει να συνδέσει ικανοποιητικά  διαφορετικές  οπτικές με ένα  εξαιρετικά λυρικό τρόπο. Αναφέρεται σε οριακές καταστάσεις μεταξύ ζωής και θανάτου και μεταξύ ειρήνης και πολέμου. Σε αυτό το μεταιχμιακό σημείο ο άνθρωπος απογυμνωμένος από τις «μάσκες» του και τη ματαιοδοξία του αντιμετωπίζει την αλήθεια της ύπαρξης με δέος και μεταμέλεια. Η στιγμή της κάθαρσης θα έρθει στο τέλος ως ένα αισιόδοξο μήνυμα. 

Καθώς εναλλάσσεται μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, η «Άγνωστη Γη», μας βομβαρδίζει με εικόνες φύσης που διαδέχονται η μία την άλλη και εικόνες ανθρώπων που βρίσκονται χαμένοι μέσα σε πολιτικές αναταράξεις. Η ταινία αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία και παράλληλα μία διαφορετική σκηνοθετική πρόταση, από τον Έλληνα δημιουργό Μάνουελ ντε Κόκο (το πραγματικό του όνομα είναι Μάνος Κοκορομύτης), ο οποίος επίσης πρωταγωνιστεί στο φιλμ.  Μέσα από το σώμα του ναυαγού, ενός ανθρώπου που έβλεπε τη ζωή του να έχει πάρει το λάθος δρόμο ξεκινά αυτή η περιπέτεια. Ένα ναυάγιο που γίνεται με σκοπό να του αλλάξει τη ζωή. Να γίνει αφορμή για να αποχτήσει την συνειδητότητα της ύπαρξης του και να βρει τον εαυτό του. Ένα τραγικό γεγονός που μέσα σε τόσα άλλα γίνεται αφορμή για αλλαγή. 

Η ταινία γυρίστηκε με απλoύς ανθρώπους και όχι με επαγγελματίες ηθοποιούς, οι οποίοι ερμήνευσαν ρόλους ανάλογα με την ένδυση και τα χαρακτηριστικά τους. Η πρόθεσή του σκηνοθέτη ήταν να μη γνωρίζουν το σενάριο, αλλά μόνο την κεντρική ιδέα της ταινίας. Αυτό το γεγονός συνέβαλε  στη μέγιστη ρεαλιστικότητα και αυθεντικότητα των σκηνών. Οι ελάχιστοι διάλογοι της ταινίας είναι άκρως αυθόρμητοι και ρεαλιστικοί και αυτό γίνεται αισθητό.  

Υπέροχη φωτογραφία γεμάτη ευαισθησία και ποιητική διάθεση, μαγευτικές εικόνες αυτού του σχεδόν παρθένου νησιού μουσική που δένει άψογα με το κόνσεπτ και  αριστοτεχνικά μοτίβα που επαναλαμβάνονται. Ένας λυρικός δυισμός που επικρατεί στην ταινία και η Αραβική Άνοιξη βρίσκεται σε εξέλιξη και την ακούμε από το τρανζίστορ ενός ηλικιωμένου κατοίκου, πλάνο που επαναλαμβάνεται διαρκώς, με σκοπό μέσα από ειδήσεις που αναφέρονται σε αιματοκύλισμα και επαναστάσεις να ενημερωθούμε και για το «θαύμα» της διάσωσης του νεαρού Εβραίου. Μια νότα αισιοδοξίας και ελπίδας εκεί που όλα μοιάζουν απελπιστικά δύσκολα. 

Παρασκευή Γιουβανάκη
Bαθμολογία 4/5

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Une heure de tranquillite κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία:  Patrice Leconte
Hθοποιοί:  Christian Clavier, Carole Bouquet, Valerie Bonneton

Mε πρωταγωνιστή τον  Christian Clavier που αγαπήθηκε μέσα από το "Θεέ μου, τι σου Κάναμε;", ο σκηνοθέτης Patrice Leconte, μεταφέρει στο πανί το θεατρικό έργο Une "heure de tranquillite" του συγγραφέα Φλοριάν­ Ζελέρ που μάλιστα βοήθησε στη διασκευή του κινημaτογραφικού σεναρίου.

Όταν ο φανατικός θαυμαστής της τζαζ, Μισέλ, βρίσκει ένα σπάνιο άλμπουμ σε μια υπαίθρια αγορά, το μόνο που ονειρεύεται είναι να πάει σπίτι του αμέσως να τον απολαύσει. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν φαίνεται ότι ολόκληρος ο κόσμος συνωμοτεί εναντίον του για να μη βρει... μία ώρα ησυχίας! Η σύζυγος του βρίσκει τη μέρα να του αποκαλύψει κάτι που θα τον ταράξει, ο εκκεντρικός γιος του, του φορτώνει ανεπιθύμητους επισκέπτες , ο κολλητός του ζητάει τη συμβουλή του για κάτι επείγον, ο γείτονας του κάνει συνεχώς ενοχλητικές ερωτήσεις, η καθαρίστρια θέλει να βάλει ηλεκτρική σκούπα, η μητέρα του δεν σταματά να τηλεφωνεί και το κερασάκι στην τούρτα ... η ερωμένη του θέλει να αποκαλύψει την μεγάλη της ενοχή. Αν σε αυτά προστεθούν οι επισκευές που πρέπει να γίνουν στα υδραυλικά του σπιτιού από εργάτες με τους οποίους δεν μπορεί να συνεννοηθεί και η απαίτηση των κατοίκων της πολυκατοικίας να γίνει στο διαμέρισμα του ένα επετειακό πάρτι, η επιθυμία του Μισέλ μετατρέπεται σε έναν αληθινό εφιάλτη. 

Δεν είναι πάντα πετυχημένη η μεταφορά θεατρικού έργου στη μεγάλη οθόνη (καμιά φορά μάλιστα αναρωτιέσαι ποιο το νόημα για αντίστοιχες ενέργειες). Χαρακτηριστικό παράδειγμα η γαλλική φαρσοκωμωδία "Μην ενοχλείτε..." 
Η πλοκή φαίνεται ανούσια και κουράζει αρκετά από το μισό της ταινίας, τόσο που χαίρεσαι για τη μικρή διάρκεια της.  Με όπλο τις χιουμοριστικές αλλά τραβηγμένες από τα μαλλιά καταστάσεις, ο Patrice Leconte ελπίζει να μας κάνει να γελάσουμε. Το πετυχαίνει αλλά μετρημένες φορές. Oι ηθοποιοί ναι μεν φαίνονται να το ευχαριστιούνται και να έχουν καλή χημεία μεταξύ τους αλλά δεν αρκούν ώστε να μην δημιουργηθεί αδιαφορία αλλά και βαρεμάρα στο θεατή. Το θετικό στοιχείο ανήκει στο κομμάτι της κινηματογράφησης που δίνει ζωντανά και χαρούμενα χρώματα στα πλάνα ενώ παράλληλα έχει βρει τους κατάλληλους χώρους για να πρωταγωνιστήσει η "τραγική" ιστορία του εγωιστή Μισέλ.

Παρόλα αυτά είναι μια ευχάριστη επιλογή για θερινό κινηματογράφο.

Παρασκευή Γιουβανάκη
Βαθμολογία 2/5

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Mad Max: Fury Road κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: George Miller
Ηθοποιοί: Tom Hardy, Charlize Theron, Nicholas Hoult, Hugh Keays-Byrne, Rosie Huntington-Whiteley, Riley Keough, Zoe Kravitz, Courtney Eaton, Josh Helman, Nathan Jones, John Howard, Richard Carter, Angus Sampson


30 σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη μας γνωριμία με τον κινηματογραφικό θρύλο που ακούει στο όνομα Mad Max, ο ιδιοφυής σκηνοθέτης George Miller ετοιμάζεται να μας διηγηθεί το νέο κεφάλαιο της μετά-αποκαλυπτικής ιστορίας που ενέπνευσε κινηματογραφιστές και καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για την τέταρτη ταινία της σειράς του George Miller - ένα κινηματογραφικό reboot του sci fi ήρωα που ξεκίνησε ως ιδέα το 2000, αλλά χρειάστηκε 15 χρόνια να υλοποιηθεί.
Βρισκόμαστε σ' ένα μεταποκαλυπτικό μέλλον και σε μία απομακρυσμένη έρημο του κατεστραμμένου μας πλανήτη, με την ανθρωπότητα διαλυμένη. Στοιχειωμένος από το σκληρό παρελθόν του, έχοντας χάσει τη γυναίκα και το παιδί του, ο «Μad Max» έχει επιλέξει να ταξιδεύει και να επιβιώνει ολομόναχος. Όμως στο δρόμο της διαφυγής από τη Wasteland, γνωρίζεται με μία ομάδα ανταρτών που έχουν οδηγό και αρχηγό τη Furioza -ένα δυναμικό, σκληροτράχηλο θηλυκό που θεωρεί ότι αν καταφέρει να διασχίσει την έρημο και να επιστρέψει στο μέρος που μεγάλωσε από παιδί, θα βρει το δρόμο και τα κλειδιά για την επιβίωση της ανθρωπότητας. Οι επαναστάτες έχουν αποδράσει από την τυραννία του "Immortan Joe", έχοντάς κλέψει κάτι που δεν μπορεί να αντικατασταθεί...

Για πολλούς-μάλλον όχι καλά πληροφορημένους, είναι μια "ανδρική", ματσό ταινία. Δηλαδή μπαμ μπουμ τρακάρουν αμάξια, πετάγονται στον αέρα, παίρνουν φωτιά, και ένας ματσό πρωταγωνιστής που τα ρημάζει όλα στο πέρασμά του. Ο αλληγορικός κόσμος του Mad Max δεν είναι (μόνο) κάτι τέτοιο ευτυχώς.Το σενάριο, δίνει φεμινιστικό χαρακτήρα στην πλοκή και παρουσιάζει τις γυναίκες πολύ πιο δυναμικές και όχι γκόμενες-γλάστρες όπως συνήθως εμφανίζονται σε ανάλογες ταινίες. Οι γυναίκες εδώ, νοιάζονται και πράττουν ουσιαστικότερα για την καλυτέρευση της ανθρώπινης ύπαρξης-ότι έχει απομείνει από αυτήν. Μια γυναίκα, η Furioza, αποφασίζει να γράψει στα παλιά της τα παπούτσια τον φόβο και τις απειλές που προκαλεί το πλάσμα με το όνομα "Immortan Joe" και τα βάζει με όλους και με όλα. Ηλικιωμένες γυναίκες, καβαλάνε -χωρίς καμία δυσκολία μάλιστα, μοτοσυκλέτες και έχουν πολύ καλό στόχο με τα ογκώδη όπλα. Μέσα στον φεμινιστικό κλοιό, συνυπάρχουν και οικολογικοί προβληματισμοί.

Aς μιλήσουμε τώρα για την κινηματογράφηση του "Δρόμου της Οργής". Εδώ συναντάμε ένα από τα καλύτερα μοντάζ και μιξάζ σε ταινίες του είδους. Χωρίς υπερβολές. Συνδυασμός ήχους και εικόνας είναι τόσο δεξιοτεχνικός που σοκάρει- μένεις να κοιτάς με δέος τα πλάνα που πετάγονται σε κλάσματα δευτερολέπτων το ένα μετά το άλλο, και μαζί με αυτά, όλοι οι χαρακτήρες, όλα τα τερατόμορφα οχήματα. Μια ξέφρενη, δυνατή μουσική από τον Junkie XL, που σε αρπάζει από τα αφτιά και σε κάνει να μην θέλεις να ακούς τίποτα άλλο για δύο ώρες παρά μόνο αυτήν,  με μια φωτογραφία να μαγεύει και να μεγαλώνει το μυστήριο και τον κίνδυνο που κρύβει η έρημος της Κοιλάδας της Σιωπής (τα γυρίσματα έγιναν στην έρημος Ναμίμπ της Αφρικής)- οι σκηνές που μαρτυρούν την νυχτερινή καταδίωξη είναι τόσο σκοτεινές (μεταφορικά και κυριολεκτικά) που σε κάνουν να νιώθεις πως έχεις βυθιστεί σε βούρκο και δεν υπάρχει σωτηρία. 
Ο George Miller αρνείται με θράσος και θάρρος την ευκολία που προσφέρει απλόχερα το CGI με αποτέλεσμα να αποστομώνει τις ταινίες που πίνουν νερό στο όνομα του και που πραγματικά φαντάζουν παιδάκια μπροστά στο μεγαλείο του "Mad Max". Δεν δίστασε επίσης να βάλει τους ηθοποιούς του να πραγματοποιήσουν οι ίδιοι τις περισσότερες επικίνδυνες σκηνές.


Ο (πιο σέξυ πεθαίνεις) Tom Hardy, παρουσιάζεται ταυτόχρονα άγριος, θυμίζει λίγο την εμφάνιση του ως απειλητικός Bane στο "The Dark Night Rises" αλλά και ευαίσθητος καθώς "παλεύει" με το παρελθόν που δεν κατάφερε να σώσει και τώρα τον καταδιώκει. Κυρίως όμως είναι λιγομίλητος. Θα λέγε κανείς ότι δίνει επίτηδες και μια αφελή χροιά στον Μad Max του λόγω του συνολικού χαρακτήρα της ταινίας ο οποίος δίνει την κινητήρια δύναμη στο γυναικείο φύλο. 


Σε πολλούς, μετά την εμφάνιση των τίτλων τέλους (ναι, δυστυχώς έρχεται και αυτή η στιγμή..), θα μείνει στο νου- εκτός από το φαντασμαγορικό θέαμα που μέχρι μερικά δευτερόλεπτα πριν προκαλούσε ανατριχίλα, και η επιβλητικότατη Charlize Theron. Μια ηθοποιός-μάλλον καλύτερα, ηθοποιάρα, που έχει αποδείξει πάμπολλες φορές πως δεν είναι μονάχα μια όμορφη αιθέρια ύπαρξη. Έχει καταφέρει μέσα από τις ερμηνείες της να βγάζει και εκείνον τον δυναμισμό που χρειάζεται η γυναικεία παρουσία στη μεγάλη οθόνη. Αν μη τι άλλο εδώ, στο ξέφρενο "Mad Max", υποστηρίζει στο έπακρο τη δυναμική και αποφασιστική Furioza που βάζει σε κίνδυνο τη ζωή της για το γενικό καλό.

Δύο ταραχώδεις ολόκληρες ώρες. Δύο ώρες γεμάτες εντυπωσιακότατο οπτικό υλικό, συνδυασμένο πανέξυπνα με το κοινωνικό περιεχόμενο του σεναρίου.

Υ.Γ. «Θέλω να ξεσηκώσω τους θεατές, να τους παρασύρω σε μια θορυβώδη και γεμάτη ένταση περιπέτεια, αφήνοντάς τους να ανακαλύψουν στην πορεία τόσο τους ήρωες, όσο και τα γεγονότα που προκάλεσαν τα όσα διαδραματίζονται.». Λόγια-στοχασμοί του σκηνοθέτη. Ελπίζω να γνωρίζει, πως το κατάφερε και με το παραπάνω...

Παρασκευή Γιουβανάκη
Βαθμολογία 4/5