Mε αφορμή την παγκόσμια ημέρα προσφύγων
Σκηνοθεσία/Σενάριο: Rainer Werner Fassbinder
Φωτογραφία: Jurgen Jurges
Μουσική: Rainer Werner Fassbinder
Μοντάζ: Thea Eymesz
Ηθοποιοί: Brigitte Mira, El Hedi ben Salem, Barbara Valentin, Irm Hermann
O Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ αποτίει με το «Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά» φόρο τιμής στον Ντάγκλας Σερκ και το ρομαντικό μεγαλείο του «All That Heaven Allows», με μια ταινία που μιλά για την «αγάπη που ουσιαστικά είναι κάτι το απίθανο, παρ’ όλα αυτά, όμως, και μια κάποια πιθανότητα».
Η ταινία έχει τιμηθεί με το Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών.
YΠΟΘΕΣΗ
Μία μοναχική χήρα γερμανικής καταγωγής και ένας πολύ μικρότερος σε ηλικία εργάτης από το Μαρόκο γνωρίζονται σε ένα μπαρ, ερωτεύονται παράφορα και παντρεύονται. Θα χρειαστεί να παλέψουν, ωστόσο, με τις ρατσιστικές προκαταλήψεις του περίγυρού τους και τη δυσκολία τους να ενταχθούν σε μια κοινωνία που τους εχθρεύεται.
Έχουμε δύο χαρακτήρες που χωρίζονται λόγω ηλικίας αλλά και φυλής, όμως
ένα πολύ σημαντικό πράγμα τους ενώνει: αρέσουν πολύ ο ένας τον άλλον, σε έναν κόσμο «κρύο» που αρνείται να δεχτεί το διαφορετικό.
Η σχέση τους όμως δυσλειτούργησε λόγω της απίστευτης κοινωνικής κριτικής που δέχτηκαν σαν ύπαρξη ζευγαριού οπότε και αυτό τους οδήγησε, κυρίως την Emmi την οποία αγνοούσαν επιδεικτικά οι γύρω της μετά την ανακοίνωση του γάμου της με τον Μαροκινό Ali, σε στιγμές αδυναμίας και ανικανότητας να ανταπεξέλθουν σε αυτό. Χαρακτηριστική σκηνή είναι η σκηνή όπου ξεσπά η Emmi σε λυγμούς, με την ερμηνεία της Brigitte Mira να είναι το λιγότερο εκπληκτική-από το σημείο αυτό και έπειτα, η σχέση τους αλλάζει προς το χειρότερο.
Υπάρχει μια διαρκή ακινησία στην τόσο προσεκτική πλανοθεσία του σκηνοθέτη, στο πως έχουν στηθεί τα οπτικά μέσα/σκηνικά. Ο Fassbinder (έχοντας δηλώσει στο παρελθόν πόσο μεγάλος θαυμαστής του σκηνοθέτη Douglas Sirk είναι) ακολουθεί τον τρόπο κινηματογράφησης του, δεν τον αντιγράφει όμως, ως προς το σχηματισμό και τα όρια του κάδρου στα πλάνα. Τα πλάνα σε 'πνίγουν' καθώς έχουν ασφυκτικά όρια και αυτό συμβαίνει για να νιώσουμε/καταλάβουμε, τους (κοινωνικούς) περιορισμούς στους οποίους ζουν καθημερινά οι δύο αυτοί χαρακτήρες. Τους περιορισμούς που δεν τους αφήνουν καμία απολύτως ελευθερία έκφρασης και επιλογής. Πιο συγκεκριμένα, οι χαρακτήρες φαίνονται να κινούνται με δυσκολία, με περιορισμό κινήσεων, μέσα στους χώρους του σπιτιού (και όχι μόνο) που τοποθετούνται- ειδικά ο χαρακτήρας του Ali που φαίνεται συνέχεια "μαγκωμένος".
Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως όταν παρουσιάζεται το ζευγάρι, πάντα σε πρώτο πλάνο εμφανίζεται η Emmi, σαν όμηρος του κάδρου, και σε αμέσως επόμενο πλάνο ο Ali, εξίσου μαγκωμένος. Δεν έχουν το περιθώριο να μετακινηθούν έστω κάποια εκατοστά, μονάχα αν βγουν από τα όρια του κάδρο. Δεν έχουν επιλογές. Επίσης, η «διάθεση» και τα χρώματα της φωτογραφίας στο σύνολο της ταινίας, παραμένουν μουντά.
Ο Fassbinder καταφέρνει να συμπτύξει δύο είδη ρατσισμού στην ταινία. Τη ρατσιστική συμπεριφορά απέναντι σε ένα «αταίριαστο» ζευγάρι και τη ρατσιστική αντιμετώπιση ενός αλλοδαπού μετανάστη. Τοποθετώντας ένα «προβληματικό» ζευγάρι σε μία κοινωνία που δεν είναι έτοιμη να δεχτεί τέτοιου είδους αλλαγές, ενεργοποιεί ξενοφοβικές αντιδράσεις και τάσεις κοινωνικού αποκλεισμού.
Θέλει από τους θεατές να δουν πέρα από την ταινία, να δούμε και να συνειδητοποιήσουμε πόσο παράλογο είναι αυτό-οι χαρακτήρες να μην έχουν άλλες (θετικές) επιλογές, να μην έχουν το δικαίωμα να ζήσουν το αυτονόητο, την αγάπη που τους ενώνει.
Μας προτρέπει/προκαλεί να κοιτάξουμε εκεί ακριβώς στη οθόνη, στο κάδρο, αυτά τα δύο πλάσματα που έχουν εγκλωβιστεί μέσα σε ένα απειλητικό και αφιλόξενο περιβάλλον, χωρίς καμία ελπίδα ή παρηγοριά για κάτι το θετικό, για μια οποιαδήποτε αλλαγή προς το καλύτερο.
Παρασκευή Γιουβανάκη
Σκηνοθεσία/Σενάριο: Rainer Werner Fassbinder
Φωτογραφία: Jurgen Jurges
Μουσική: Rainer Werner Fassbinder
Μοντάζ: Thea Eymesz
Ηθοποιοί: Brigitte Mira, El Hedi ben Salem, Barbara Valentin, Irm Hermann
O Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ αποτίει με το «Ο Φόβος Τρώει τα Σωθικά» φόρο τιμής στον Ντάγκλας Σερκ και το ρομαντικό μεγαλείο του «All That Heaven Allows», με μια ταινία που μιλά για την «αγάπη που ουσιαστικά είναι κάτι το απίθανο, παρ’ όλα αυτά, όμως, και μια κάποια πιθανότητα».
Η ταινία έχει τιμηθεί με το Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών.
YΠΟΘΕΣΗ
Μία μοναχική χήρα γερμανικής καταγωγής και ένας πολύ μικρότερος σε ηλικία εργάτης από το Μαρόκο γνωρίζονται σε ένα μπαρ, ερωτεύονται παράφορα και παντρεύονται. Θα χρειαστεί να παλέψουν, ωστόσο, με τις ρατσιστικές προκαταλήψεις του περίγυρού τους και τη δυσκολία τους να ενταχθούν σε μια κοινωνία που τους εχθρεύεται.
Έχουμε δύο χαρακτήρες που χωρίζονται λόγω ηλικίας αλλά και φυλής, όμως
ένα πολύ σημαντικό πράγμα τους ενώνει: αρέσουν πολύ ο ένας τον άλλον, σε έναν κόσμο «κρύο» που αρνείται να δεχτεί το διαφορετικό.
Η σχέση τους όμως δυσλειτούργησε λόγω της απίστευτης κοινωνικής κριτικής που δέχτηκαν σαν ύπαρξη ζευγαριού οπότε και αυτό τους οδήγησε, κυρίως την Emmi την οποία αγνοούσαν επιδεικτικά οι γύρω της μετά την ανακοίνωση του γάμου της με τον Μαροκινό Ali, σε στιγμές αδυναμίας και ανικανότητας να ανταπεξέλθουν σε αυτό. Χαρακτηριστική σκηνή είναι η σκηνή όπου ξεσπά η Emmi σε λυγμούς, με την ερμηνεία της Brigitte Mira να είναι το λιγότερο εκπληκτική-από το σημείο αυτό και έπειτα, η σχέση τους αλλάζει προς το χειρότερο.
Υπάρχει μια διαρκή ακινησία στην τόσο προσεκτική πλανοθεσία του σκηνοθέτη, στο πως έχουν στηθεί τα οπτικά μέσα/σκηνικά. Ο Fassbinder (έχοντας δηλώσει στο παρελθόν πόσο μεγάλος θαυμαστής του σκηνοθέτη Douglas Sirk είναι) ακολουθεί τον τρόπο κινηματογράφησης του, δεν τον αντιγράφει όμως, ως προς το σχηματισμό και τα όρια του κάδρου στα πλάνα. Τα πλάνα σε 'πνίγουν' καθώς έχουν ασφυκτικά όρια και αυτό συμβαίνει για να νιώσουμε/καταλάβουμε, τους (κοινωνικούς) περιορισμούς στους οποίους ζουν καθημερινά οι δύο αυτοί χαρακτήρες. Τους περιορισμούς που δεν τους αφήνουν καμία απολύτως ελευθερία έκφρασης και επιλογής. Πιο συγκεκριμένα, οι χαρακτήρες φαίνονται να κινούνται με δυσκολία, με περιορισμό κινήσεων, μέσα στους χώρους του σπιτιού (και όχι μόνο) που τοποθετούνται- ειδικά ο χαρακτήρας του Ali που φαίνεται συνέχεια "μαγκωμένος".
Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως όταν παρουσιάζεται το ζευγάρι, πάντα σε πρώτο πλάνο εμφανίζεται η Emmi, σαν όμηρος του κάδρου, και σε αμέσως επόμενο πλάνο ο Ali, εξίσου μαγκωμένος. Δεν έχουν το περιθώριο να μετακινηθούν έστω κάποια εκατοστά, μονάχα αν βγουν από τα όρια του κάδρο. Δεν έχουν επιλογές. Επίσης, η «διάθεση» και τα χρώματα της φωτογραφίας στο σύνολο της ταινίας, παραμένουν μουντά.
Ο Fassbinder καταφέρνει να συμπτύξει δύο είδη ρατσισμού στην ταινία. Τη ρατσιστική συμπεριφορά απέναντι σε ένα «αταίριαστο» ζευγάρι και τη ρατσιστική αντιμετώπιση ενός αλλοδαπού μετανάστη. Τοποθετώντας ένα «προβληματικό» ζευγάρι σε μία κοινωνία που δεν είναι έτοιμη να δεχτεί τέτοιου είδους αλλαγές, ενεργοποιεί ξενοφοβικές αντιδράσεις και τάσεις κοινωνικού αποκλεισμού.
Θέλει από τους θεατές να δουν πέρα από την ταινία, να δούμε και να συνειδητοποιήσουμε πόσο παράλογο είναι αυτό-οι χαρακτήρες να μην έχουν άλλες (θετικές) επιλογές, να μην έχουν το δικαίωμα να ζήσουν το αυτονόητο, την αγάπη που τους ενώνει.
Μας προτρέπει/προκαλεί να κοιτάξουμε εκεί ακριβώς στη οθόνη, στο κάδρο, αυτά τα δύο πλάσματα που έχουν εγκλωβιστεί μέσα σε ένα απειλητικό και αφιλόξενο περιβάλλον, χωρίς καμία ελπίδα ή παρηγοριά για κάτι το θετικό, για μια οποιαδήποτε αλλαγή προς το καλύτερο.
Παρασκευή Γιουβανάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου