Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

VENUS IN FUR (La Vénus à la Fourrure) κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:Roman Polanski
ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Emmanuelle Seigner, Mathieu Amalric

Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: “Μια ηθοποιός (Emmanuelle Seigner) προσπαθεί να πείσει έναν θεατρικό σκηνοθέτη και συγγραφέα (Mathieu Amalric) πως είναι η κατάλληλη για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του έργου που θέλει να ανεβάσει, βασισμένο στην «Αφροδίτη με τη Γούνα» του Leopold von Sacher-Masoch.”

Ένα θεατρικό έργο μεταφέρει και πάλι στον κινηματογράφο, δύο χρόνια μετά το «Ο Θεός της Σφαγής», ο Roman Polanski. Εδώ, μιλάει για θέματα που ούτως ή άλλως τον έχουν απασχολήσει στο παρελθόν από την εποχή της «Αποστροφής» (1965) και του «Ένοικου» (1976).

Στην «Αφροδίτη με τη Γούνα» εξερευνούνται τα όρια του μαζοχισμού, της ηθελημένης υποταγής ενός ερωτευμένου άνδρα μπροστά σε μια κυρίαρχη γυναίκα και της απόλυτης συντριβής του. Αξίζει να αναφέρω ότι στο έργο αυτό των δύο μόνο χαρακτήρων, στο δίπολο αυτό εξουσίας και υποταγής όπου δεν αποσαφηνίζεται ούτε κατ' ελάχιστον ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα, ο γυναικείος ρόλος της Wanda von Dunajew ερμηνεύεται από την Emmanuelle Seigner, δηλαδή την γυναίκα του σκηνοθέτη, ενώ ο ρόλος του Severin von Kusiemski ερμηνεύεται από τον καταξιωμένο ηθοποιό Mathieu Amalric, του οποίου η οπτική (απλά κοιτάξτε το σχήμα των μαλλιών του αλλά και το πρόσωπό του γενικότερα) και κινησιολογική ομοιότητα με τον Polanski είναι εμφανέστατη αλλά και πολύ πιθανόν μη συμπτωματική.


Aρκετά ενδιαφέρουσα η εναρκτήρια σεκάνς, με την κάμερα να μας οδηγεί μες στη βροχή, από τον έρημο δρόμο στο κτίριο του θεάτρου, όπου και θα παραμείνουμε για μιαμιση περίπου ώρα. Η μουσική (το μόνο που με γοήτευσε από την ταινία) που συνοδεύει τη σεκάνς (συνθέτης της ο ελληνικής καταγωγής Αlexandre Desplat) ντύνει πολύ όμορφα την ταινία στο σύνολό της, δίνοντας ένα παιχνιδιάρικο ύφος, με κύριο συστατικό της τους ήχους του μπουζουκιού.

Υ.Γ: …δεν δηλώνω θαυμάστρια του έργου του γνωστού Πολωνού σκηνοθέτη (με εξαιρέσεις τον υπέροχο «Πιανίστα», το καθηλωτικό «Μωρό της Ρόσμαρι» αλλά και το ενδιαφέρον «Ghost Writer»)

Υ.Γ. 2: …πολύ μπλα μπλα τώρα τελευταία ο Polanski ρε παιδί μου.
Το τριάρι πάει καθαρά και μόνο για τις ερμηνείες και τη σκηνοθεσία, γιατί ομολογώ ότι βαρέθηκα πάρα πολύ (όπως και στο “Carnage”, με το οποίο έχουν ορισμένα κοινά).

Καλή προβολή!
Παρασκευή Γιουβανάκη
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 3/5

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

INSIDE LLEWYN DAVIS κριτική ταινίας

ΣKHNOΘΕΣΙΑ:Joel & Ethan Coen
ΗΘΟΠΟΙΟΙ:Oscar Isaac, Carey Mulligan, John Goodman, Garrett Hedlund, Justin Timberlake, F. Murray Abraham, Stark Sands


  Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: “Στο νεοϋορκέζικο Greenwich Village του 1961 ο Llewyn Davis (Oscar Isaac) προσπαθεί να επιβιώσει ως φολκ/ροκ τραγουδοποιός. Αναζητώντας στέγη και μια ευκαιρία για να ξεχωρίσει, θα αναλάβει τη φροντίδα μιας γάτας, η οποία θα τον οδηγήσει σε ένα απρόσμενο, αστείο, μα και σκοτεινό ταξίδι.”



 Folk μουσική. Χειμώνας. Μπατίρης και ασυμβίβαστος μουσικός. Κωμικοτραγικές καταστάσεις. Καινούρια ταινία από τα χέρια των Coen. Αλλά (ευτυχώς) όχι μια τυπική.

  O Llewyn Davis δεν υπήρξε ποτέ υπαρκτό πρόσωπο, αλλά επινοήθηκε από τα 2 αδέρφια-συνεργάτες. Ο χαρακτήρας αυτός έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον Dave Van Ronk και τον Bob Dylan καθώς οι δημιουργοί του βασίστηκαν στην αυτοβιογραφία του πρώτου, “The Mayor of MacDougal Street”. O Oscar Isaac που ενσαρκώνει τον Llewyn Davis, δίνει μια ισορροπημένη και ήρεμη ερμηνεία, με κάποιες πετυχημένες δόσεις ειρωνείας. Ενδιαφέρουσα και η γλυκιά εμφάνιση του γνωστού τραγουδιστή Justin Timberlake.

  Πρέπει να αναφέρω ότι θαμπώθηκα από την εξαιρετική φωτογραφία (του Bruno Delbonnel) καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας. Από τις σκηνές με την ατμοσφαιρική Νέα Υόρκη και το ατμοσφαιρικό Σικάγο, ως τις σκηνές μέσα στα μπαράκια όπου έκανε τις εμφανίσεις του ο παθιασμένος με τη folk μουσική τραγουδιστής, ο φωτισμός ήταν καταπλητικός!

  Πάντως ούτε από αυτήν την ταινία ξεφεύγει το αγαπημένο κυκλικό σχήμα των αδελφών. Το “Inside Llewyn Davis” ολοκληρώνει την 3η πράξη του όπως ξεκίνησε η 1η: εκείνο το βράδυ στο μπαρ όπου μας τραγούδησε για πρώτη φορά ο Davis. 

 Υ.Γ. Είχα την αίσθηση ότι η ταινία κυλά αργά και χωρίς καθαρό ενδιαφέρον και ουσία από ένα σημείο και μετά. Δηλώνω όμως ότι δεν είμαι φανατική των «Κοενικών» ταινιών ούτε της folk μουσικής, οπότε ίσως να έφταιγε αυτό.

Εύχομαι λοιπόν σε όλους τους φανατικούς (είναι και αρκετοί) των Coen,
καλή προβολή!



Παρασκευή Γιουβανάκη

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 3/5

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

MISS VIOLENCE κριτική ταινίας

ΣKHNOΘΕΣΙΑ: Αλέξανδρος Αβρανάς
ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ρένη Πιττακή, Θέμης Πάνου, Ελένη Ρουσσινού, Χλόη Μπολώτα, Κωνσταντίνος Αθανασιάδης, Κώστας Ανταλόπουλος, Σίσσυ Τουμάση, Καλλιόπη Ζωντανού

Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: "Την ημέρα των γενεθλίων της η 11χρονη Αγγελική (Χλόη Μπολώτα) αυτοκτονεί πηδώντας από το μπαλκόνι. Η αστυνομία και η κοινωνική πρόνοια προσπαθούν να βρουν την αιτία, η οποία κρύβεται πίσω από τα επικίνδυνα μυστικά της οικογένειάς της."

Έχοντας αποσπάσει 2 σημαντικές διακρίσεις στο περσινό Φεστιβάλ Βερολίνου(Αργυρό Λιοντάρι καλύτερης σκηνοθεσίας και Κύπελλο Βόλπι ανδρικής ερμηνείας) αλλά και αρκετές ακόμη διακρίσεις, και με ένα άκρως αινιγματικό τρέιλερ, μας έκανε να μετράμε αντίστροφα τους μήνες μέχρι να πραγματοποιηθεί η προβολή της στη χώρα μας.

Ο σκηνοθέτης λοιπόν, όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτό το θέμα έκανε μια έρευνα. Λίγα λόγια του ίδιου: «Η κεντρική ιδέα της ταινίας βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία που συνέβη στη Γερμανία το 2010. Είχα σοκαριστεί πολύ με την αυτοκτονία μικρών παιδιών, πράγμα που στην Αμερική συμβαίνει και από την ηλικία των 5 ετών. Κάνοντας μια έρευνα για την αίτια, ανακάλυψα ότι σε γενικές γραμμές είναι τα ίδια: ενδοοικογενειακή βία, εκφοβισμός, καταπίεση. Πολλές σκηνές της ταινίας βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα.»

Από την αρχή της ταινίας δημιουργείται μια αίσθηση ανασφάλειας (σε απλά ελληνικά σε πιάνει έντονο ψυχοπλάκωμα). Την ημέρα των ενδέκατων γενεθλίων της, η Αγγελική σβήνει τα κεράκια της τούρτας της και πέφτει από το μπαλκόνι. Χάρη στη σκηνοθετική μαεστρία του Α. Αβρανά, άρτια δεμένη με την καταπληκτική φωτογραφία, ο θεατής καλείται να βιώσει έστω και στο ελάχιστο τη ψυχοσωματική βία που νιώθουν οι χαρακτήρες.

Εκεί που παρακολουθείς γεμάτος-η απορίες για το τι στο καλό συμβαίνει και ποιος είναι ποιος σε αυτήν την οικογένεια, μια μια οι φρικιαστικές αποκαλύψεις ξεπροβάλλουν, η κάθε μια την κατάλληλη αφηγηματική στιγμή μέσα από τη λιτή αφήγηση του σεναρίου και μέσα από μικρές αλλά γεμάτες σε νόημα σκηνές. Σκηνές που δεν αντέχεις να παρακολουθείς και καταλήγεις να κλείνεις τα μάτια αλλά και τα αφτιά. Μια σοκαριστικά αληθοφανή απεικόνιση των συγκλονιστικών αυτών γεγονότων. Η ταινία δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Συνέχεια αναρωτιέσαι «Γιατί απλά δεν ανοίγουν την πόρτα να τρέξουν μακριά, να φύγουν!»
   
Όπως λέει και ο λαός, κάποια πράγματα πρέπει να τα λέμε με το όνομά τους, έτσι και ο σκηνοθέτης ακολουθεί πιστά αυτό το επιχείρημα και στοχεύει να δείξει την πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι, χωρίς να προσθέσει αλλαγές ώστε να μην φρικάρει ο θεατής και να αρέσει η ταινία περισσότερο. Επειδή υπάρχει και αυτός ο κινηματογράφος, ο αληθινός, που δείχνει (και καλά κάνει!) την ωμή πραγματικότητα. Οι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών ανεξαρτήτου ηλικίας, αποτελεί ένα ακόμη δυνατό χαρτί για την ταινία (ο πρωταγωνιστής Θ.Πάνου, τιμήθηκε με το Κύπελλο Βόλπι ανδρικής ερμηνείας).

 Υ.Γ.  Μια ταινία για γερά στομάχια που αξίζει τον προβληματισμό μας. 

Καλή προβολή!

Παρασκευή Γιουβανάκη
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙA: 4/5

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

THE WOLF OF WALL STREET κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Martin Scorsese
Ηθοποιοί: Leonardo DiCaprio, Jonah Hill, Margot Robbie, Kyle Chandler, Rob Reiner, Jon Bernthal, Jon Favreau, Jean Dujardin, Joanna Lumley, Matthew McConaughey

  H υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: “Η πραγματική ιστορία του Jordan Belfort (Leonardo DiCaprio), χρηματιστή των δεκαετιών του ’80 και του ’90, ο οποίος έγινε πολυεκατομμυριούχος στα 26 του, προτού καταλήξει στη φυλακή για μια σειρά από οικονομικές απάτες.”

  Ένα τρίωρο διαρκούς ταχυπαλμίας, σεξουαλικής ακολασίας και ξέφρενης συμπεριφοράς. Το αληθινά αισχρό πρόσωπο της εξουσίας, του χρήματος και της αλόγιστης χρήσης του αποκαλύπτεται χωρίς ίχνος taboo μέσα από την κάμερα του Scorsese. Το πανδαιμόνιο που επικράτησε τη δεκαετία του ’90 στη Wall Street, παίρνει σάρκα και οστά. Η ταινία, όπως οι περισσότεροι γνωρίζετε, είναι η βιογραφία του Jordan Belfort (ο οποίος συμμετείχε και στην εγγραφή του σεναρίου της ταινίας) και βασίζεται στο βιβλίο που έγραψε ο ίδιος: “Τhe Wolf of Wall Street”. Η μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, σηματοδοτεί την 5η συνεργασία του Martin Scorsese με τον Leonardo DiCaprio.

  Ένας καινούριος Scorsese. Γρήγορος, θορυβώδης, ωμός. (Κρατάει όμως  σταθερά το μοτίβο της ανδροπαρέας που δοκιμάζει και κάνει τα πάντα για το όνομα της επιτυχίας και του χρήματος και πετυχαίνει τον έλεγχο όλου του κόσμου (“Goodfellas” (1990), “Casino”, (1995)). Ορισμένοι τον δέχονται με ανοιχτές αγκάλες χαρακτηρίζοντας τον «Λύκο» μια από τις καλύτερες ταινίες της καριέρας του, ενώ κάποιοι άλλοι δεν διστάζουν να φωνάξουν δημόσια εναντίον του αλλά και εναντίον του πρωταγωνιστή του, «Ντροπή σας!» (χαρακτηριστικό παράδειγμα ένας σεναριογράφος (που το όνομα του δεν γνωρίζουμε) αμέσως μετά τη λήξη της ταινίας για λογαριασμό μελών της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, είδε τον Scorsese, τον DiCaprio και μερικούς άλλους συντελεστές της ταινίας να βγαίνουν από ασανσέρ και τους φώναξε: «Ντροπή σας, ήταν αηδιαστική [ταινία]»)

  Τους  χαρακτήρες δεν τους συμπαθείς. Αλλά μάλλον αυτό δεν φαίνεται να «καίει» τον σκηνοθέτη, ο οποίος δεν αφήνει το έργο του να πάρει ανάσα. Ασταμάτητες καταχρήσεις, ασταμάτητο σεξ, και ξανά καταχρήσεις και ξανά «ακατάλληλες για ανηλίκους» σκηνές. Ο «Λύκος» είναι ένα φιλμικό τονωτικό, ένα φιλμικό «όργιο» που η διάρκειά του αγγίζει τα 180 λεπτά, και για τους ήρωές του αλλά και για εμάς  τους θεατές. Η επιρροή που έχουν στον θεατή οι τραγελαφικές καταστάσεις που βιώνει ο Jordan Belfort, είναι ασύγκριτη.

 Με απλά λόγια, ο DiCaprio χαπακωνόταν, εσύ ένιωθες  μαστουρωμένος, ο DiCaprio ούρλιαζε, ο δικός σου ο λαιμός πονούσε! Σου προκαλείται ταυτόχρονα  ναυτία και υπερένταση από αυτό το ασταμάτητο «υπερθέαμα». 

  Στο ρόλο του ακόρεστου κερδοσκόπου ο DiCaprio, που έχει πάρει επισήμως τη θέση ενός νεότερου Robert DeNiro στα χέρια του σκηνοθέτη του, δίνει αναμφισβήτητα την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του (και που δικαιολογημένα θα του χαρίσει την 4η υποψηφιότητα για Oscar ερμηνείας – και ας το κερδίσει επιτέλους!). Κατορθώνει ανατριχιαστικά να ανταποκριθεί σωματικά σε μια σκηνή όπου είναι κόκκαλο από τα ναρκωτικά και μπουσουλώντας προσπαθεί να φτάσει στο αμάξι του. Η σκηνή αυτή έχει ήδη χαρακτηριστεί «κλασική».  Υπερβαίνει ξανά τον εαυτό του με μια συγκλονιστική ερμηνεία. Δίπλα του, σε δεύτερο ρόλο, ο Jonah Hill, (που τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε να ωριμάζει σαν ηθοποιός) δίνει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία για έναν ήρωα ακραίου χαρακτήρα. Παράλληλα δεν ξεχνάμε ούτε τον Matthew McConaughey, που πραγματικά κλέβει την παράσταση στη μία και μοναδική του σκηνή της ταινίας.


  Παρά λοιπόν τις ακραίες και «ανήθικες» για κάποιους σκηνές, και όπως  σωστά έθεσε ο σκηνοθέτης: «Δεν ξέρω αν θα θεωρήσουν όλοι ότι είναι του γούστου τους – δεν νομίζω ότι θα είναι. Δεν είναι φτιαγμένη για 14χρονα», επιβάλλεται το «αντικειμενικό μάτι» κατά τη διάρκεια της προβολής.


Υ.Γ:  Τip για απολαυστικότερη προβολή: depon



Παρασκευή Γιουβανάκη
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 4/5

The great beauty (La Grande Bellezza) κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Paolo Sorrentino
Ηθοποιοί: Toni Servillo, Carlo Verdone, Sabrina Ferilli, Carlo Buccirosso, Iaia Forte, Pamela Villoresi, Galatea Ranzi

H υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: “Ένας κυνικός συγγραφέας (Toni Servillo) που μόλις έχει κλείσει τα 65 του χρόνια, σύμβολο της ρωμαϊκής κοσμικής ζωής, περιπλανιέται στην αγαπημένη του ιταλική πρωτεύουσα αντιμέτωπος με το δικό του αλλά και το δικό της παρελθόν.”

Ο σκηνοθέτης του “Il Divo” επιστρέφει στη Ρώμη μετά το “This Must Be the Place” κάνοντας μια απόπειρα να φτιάξει τη δική του “Dolce Vita”. Αναζητά την κρυμμένη γοητεία της Αιώνιας Πόλης πίσω από την καρτποσταλική βιτρίνα της και μέσα από φελινικές εικόνες.

Η ταινία ξεκινά με ένα φαντασγαγορικό πάρτυ γενεθλίων προς τιμήν του πρωταγωνιστή που ήρθε η στιγμή του να φτάσει τα 65, στο οποίο προσκεκλημένη είναι η κάθε λογής προσωπικότητα. Δεν χρειάζονται ομιλίες για να γνωρίσουμε στοιχεία του χαρακτήρα. Οι εικόνες μιλάνε από μόνες τους, και σε αυτή τη σκηνή αλλά και στο μεγαλύτερο κομμάτι της «Υπέροχης Ομορφιάς».

Ο Τζεπ, είναι συμπαθέστατος. Ένας καλοδιατηρημένος 65χρονος, επιτυχημένος συγγραφέας, διάσημος στον κόσμο των κοσμικών (δεν είναι «απλά ένας κοσμικός» όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του) και στον κόσμο της δημοσιογραφίας. Ζει στο έπακρον την καθημερινότητά του, μαζί με την υπόλοιπη «αφρόκρεμα» (που μόνο για να τους ζηλέψεις δεν είναι) της Ρώμης, ξεφαντώνοντας στα πιο μεγάλα πάρτυ που διαρκούν μέχρι  νωρίς το πρωί, και ακολουθούνται από «άδειες» βόλτες του στα έρημα δρομάκια της πόλης. Έρχεται όμως η στιγμή που νιώθει ότι δεν έχει άλλο χρόνο για χάσιμο.

  Η «Υπέροχη Ομορφιά», είναι ίσως μια βόλτα (λέω βόλτα, επειδή ο χαρακτήρας δεν φεύγει πότε από την πόλη του, τη Ρώμη, είναι και αυτό μια ιδιαιτερότητά του) ώστε να συνεχίσει ο Τζεπ να ζει τη δική του «τέλεια ομορφιά» της ζωής. Ένας κομψός Τζεπ, ενσαρκωμένος από τον «με άνετη και ακριβή διάθεση», Τόνι Σερβίλο, περιπλανιέται καθημερινά στις ομορφιές της Ρώμης. Αν ένας από τους σκοπούς του σκηνοθέτη ήταν να μας κάνει να ερωτευτούμε την πόλη αυτή, το καταφέρνει χαρίζοντάς μας γοητευτικά πλάνα σαν πίνακες ζωγραφικής, σαν έργα τέχνης. Μέσα από την κάμερά του, ο θεατής βρίσκεται σε μια ηδονοβλεπτική θέση και παρακολουθεί  ό,τι του προσφέρουν απλόχερα τα χέρια του Σορεντίνο. Μέσα από τον κεντρικό  χαρακτήρα, εκφράζονται καυστικά σχόλια για τα κοινωνικά δρώμενα .

Είναι εμφανές ότι έχει επιρροές από το “8 ½”του Φελίνι. Θα’ λεγε κανείς ότι προσπαθεί να κάνει μια ταινία ισάξια αυτής. Η ταινία είναι ένα «ταξίδι» εαυτού, μεγάλο όμως σε διάρκεια ώστε να κουράζει σε ορισμένα σημεία καθώς φαίνεται να χάνεται το μέτρο και καταντάει λιγάκι φλύαρο. Η μουσική επιλογή, άρτια δεμένη με το ύφος της ταινίας. Μια γοητευτική και αισθησιακή οπερετική πνοή.

Υ.Γ.  Για όποιον αγαπά και νοσταλγεί τον κινηματογράφο του Φελίνι αλλά και τον ιταλικό κιν/φο, το “La Grande Bellezza” μπορεί  να τον αφήσει αρκετά ευχαριστημένο.

Παρασκευή Γιουβανάκη
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 3.5/5