Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

THE WOLF OF WALL STREET κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Martin Scorsese
Ηθοποιοί: Leonardo DiCaprio, Jonah Hill, Margot Robbie, Kyle Chandler, Rob Reiner, Jon Bernthal, Jon Favreau, Jean Dujardin, Joanna Lumley, Matthew McConaughey

  H υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: “Η πραγματική ιστορία του Jordan Belfort (Leonardo DiCaprio), χρηματιστή των δεκαετιών του ’80 και του ’90, ο οποίος έγινε πολυεκατομμυριούχος στα 26 του, προτού καταλήξει στη φυλακή για μια σειρά από οικονομικές απάτες.”

  Ένα τρίωρο διαρκούς ταχυπαλμίας, σεξουαλικής ακολασίας και ξέφρενης συμπεριφοράς. Το αληθινά αισχρό πρόσωπο της εξουσίας, του χρήματος και της αλόγιστης χρήσης του αποκαλύπτεται χωρίς ίχνος taboo μέσα από την κάμερα του Scorsese. Το πανδαιμόνιο που επικράτησε τη δεκαετία του ’90 στη Wall Street, παίρνει σάρκα και οστά. Η ταινία, όπως οι περισσότεροι γνωρίζετε, είναι η βιογραφία του Jordan Belfort (ο οποίος συμμετείχε και στην εγγραφή του σεναρίου της ταινίας) και βασίζεται στο βιβλίο που έγραψε ο ίδιος: “Τhe Wolf of Wall Street”. Η μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, σηματοδοτεί την 5η συνεργασία του Martin Scorsese με τον Leonardo DiCaprio.

  Ένας καινούριος Scorsese. Γρήγορος, θορυβώδης, ωμός. (Κρατάει όμως  σταθερά το μοτίβο της ανδροπαρέας που δοκιμάζει και κάνει τα πάντα για το όνομα της επιτυχίας και του χρήματος και πετυχαίνει τον έλεγχο όλου του κόσμου (“Goodfellas” (1990), “Casino”, (1995)). Ορισμένοι τον δέχονται με ανοιχτές αγκάλες χαρακτηρίζοντας τον «Λύκο» μια από τις καλύτερες ταινίες της καριέρας του, ενώ κάποιοι άλλοι δεν διστάζουν να φωνάξουν δημόσια εναντίον του αλλά και εναντίον του πρωταγωνιστή του, «Ντροπή σας!» (χαρακτηριστικό παράδειγμα ένας σεναριογράφος (που το όνομα του δεν γνωρίζουμε) αμέσως μετά τη λήξη της ταινίας για λογαριασμό μελών της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, είδε τον Scorsese, τον DiCaprio και μερικούς άλλους συντελεστές της ταινίας να βγαίνουν από ασανσέρ και τους φώναξε: «Ντροπή σας, ήταν αηδιαστική [ταινία]»)

  Τους  χαρακτήρες δεν τους συμπαθείς. Αλλά μάλλον αυτό δεν φαίνεται να «καίει» τον σκηνοθέτη, ο οποίος δεν αφήνει το έργο του να πάρει ανάσα. Ασταμάτητες καταχρήσεις, ασταμάτητο σεξ, και ξανά καταχρήσεις και ξανά «ακατάλληλες για ανηλίκους» σκηνές. Ο «Λύκος» είναι ένα φιλμικό τονωτικό, ένα φιλμικό «όργιο» που η διάρκειά του αγγίζει τα 180 λεπτά, και για τους ήρωές του αλλά και για εμάς  τους θεατές. Η επιρροή που έχουν στον θεατή οι τραγελαφικές καταστάσεις που βιώνει ο Jordan Belfort, είναι ασύγκριτη.

 Με απλά λόγια, ο DiCaprio χαπακωνόταν, εσύ ένιωθες  μαστουρωμένος, ο DiCaprio ούρλιαζε, ο δικός σου ο λαιμός πονούσε! Σου προκαλείται ταυτόχρονα  ναυτία και υπερένταση από αυτό το ασταμάτητο «υπερθέαμα». 

  Στο ρόλο του ακόρεστου κερδοσκόπου ο DiCaprio, που έχει πάρει επισήμως τη θέση ενός νεότερου Robert DeNiro στα χέρια του σκηνοθέτη του, δίνει αναμφισβήτητα την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του (και που δικαιολογημένα θα του χαρίσει την 4η υποψηφιότητα για Oscar ερμηνείας – και ας το κερδίσει επιτέλους!). Κατορθώνει ανατριχιαστικά να ανταποκριθεί σωματικά σε μια σκηνή όπου είναι κόκκαλο από τα ναρκωτικά και μπουσουλώντας προσπαθεί να φτάσει στο αμάξι του. Η σκηνή αυτή έχει ήδη χαρακτηριστεί «κλασική».  Υπερβαίνει ξανά τον εαυτό του με μια συγκλονιστική ερμηνεία. Δίπλα του, σε δεύτερο ρόλο, ο Jonah Hill, (που τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε να ωριμάζει σαν ηθοποιός) δίνει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία για έναν ήρωα ακραίου χαρακτήρα. Παράλληλα δεν ξεχνάμε ούτε τον Matthew McConaughey, που πραγματικά κλέβει την παράσταση στη μία και μοναδική του σκηνή της ταινίας.


  Παρά λοιπόν τις ακραίες και «ανήθικες» για κάποιους σκηνές, και όπως  σωστά έθεσε ο σκηνοθέτης: «Δεν ξέρω αν θα θεωρήσουν όλοι ότι είναι του γούστου τους – δεν νομίζω ότι θα είναι. Δεν είναι φτιαγμένη για 14χρονα», επιβάλλεται το «αντικειμενικό μάτι» κατά τη διάρκεια της προβολής.


Υ.Γ:  Τip για απολαυστικότερη προβολή: depon



Παρασκευή Γιουβανάκη
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 4/5

The great beauty (La Grande Bellezza) κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Paolo Sorrentino
Ηθοποιοί: Toni Servillo, Carlo Verdone, Sabrina Ferilli, Carlo Buccirosso, Iaia Forte, Pamela Villoresi, Galatea Ranzi

H υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: “Ένας κυνικός συγγραφέας (Toni Servillo) που μόλις έχει κλείσει τα 65 του χρόνια, σύμβολο της ρωμαϊκής κοσμικής ζωής, περιπλανιέται στην αγαπημένη του ιταλική πρωτεύουσα αντιμέτωπος με το δικό του αλλά και το δικό της παρελθόν.”

Ο σκηνοθέτης του “Il Divo” επιστρέφει στη Ρώμη μετά το “This Must Be the Place” κάνοντας μια απόπειρα να φτιάξει τη δική του “Dolce Vita”. Αναζητά την κρυμμένη γοητεία της Αιώνιας Πόλης πίσω από την καρτποσταλική βιτρίνα της και μέσα από φελινικές εικόνες.

Η ταινία ξεκινά με ένα φαντασγαγορικό πάρτυ γενεθλίων προς τιμήν του πρωταγωνιστή που ήρθε η στιγμή του να φτάσει τα 65, στο οποίο προσκεκλημένη είναι η κάθε λογής προσωπικότητα. Δεν χρειάζονται ομιλίες για να γνωρίσουμε στοιχεία του χαρακτήρα. Οι εικόνες μιλάνε από μόνες τους, και σε αυτή τη σκηνή αλλά και στο μεγαλύτερο κομμάτι της «Υπέροχης Ομορφιάς».

Ο Τζεπ, είναι συμπαθέστατος. Ένας καλοδιατηρημένος 65χρονος, επιτυχημένος συγγραφέας, διάσημος στον κόσμο των κοσμικών (δεν είναι «απλά ένας κοσμικός» όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του) και στον κόσμο της δημοσιογραφίας. Ζει στο έπακρον την καθημερινότητά του, μαζί με την υπόλοιπη «αφρόκρεμα» (που μόνο για να τους ζηλέψεις δεν είναι) της Ρώμης, ξεφαντώνοντας στα πιο μεγάλα πάρτυ που διαρκούν μέχρι  νωρίς το πρωί, και ακολουθούνται από «άδειες» βόλτες του στα έρημα δρομάκια της πόλης. Έρχεται όμως η στιγμή που νιώθει ότι δεν έχει άλλο χρόνο για χάσιμο.

  Η «Υπέροχη Ομορφιά», είναι ίσως μια βόλτα (λέω βόλτα, επειδή ο χαρακτήρας δεν φεύγει πότε από την πόλη του, τη Ρώμη, είναι και αυτό μια ιδιαιτερότητά του) ώστε να συνεχίσει ο Τζεπ να ζει τη δική του «τέλεια ομορφιά» της ζωής. Ένας κομψός Τζεπ, ενσαρκωμένος από τον «με άνετη και ακριβή διάθεση», Τόνι Σερβίλο, περιπλανιέται καθημερινά στις ομορφιές της Ρώμης. Αν ένας από τους σκοπούς του σκηνοθέτη ήταν να μας κάνει να ερωτευτούμε την πόλη αυτή, το καταφέρνει χαρίζοντάς μας γοητευτικά πλάνα σαν πίνακες ζωγραφικής, σαν έργα τέχνης. Μέσα από την κάμερά του, ο θεατής βρίσκεται σε μια ηδονοβλεπτική θέση και παρακολουθεί  ό,τι του προσφέρουν απλόχερα τα χέρια του Σορεντίνο. Μέσα από τον κεντρικό  χαρακτήρα, εκφράζονται καυστικά σχόλια για τα κοινωνικά δρώμενα .

Είναι εμφανές ότι έχει επιρροές από το “8 ½”του Φελίνι. Θα’ λεγε κανείς ότι προσπαθεί να κάνει μια ταινία ισάξια αυτής. Η ταινία είναι ένα «ταξίδι» εαυτού, μεγάλο όμως σε διάρκεια ώστε να κουράζει σε ορισμένα σημεία καθώς φαίνεται να χάνεται το μέτρο και καταντάει λιγάκι φλύαρο. Η μουσική επιλογή, άρτια δεμένη με το ύφος της ταινίας. Μια γοητευτική και αισθησιακή οπερετική πνοή.

Υ.Γ.  Για όποιον αγαπά και νοσταλγεί τον κινηματογράφο του Φελίνι αλλά και τον ιταλικό κιν/φο, το “La Grande Bellezza” μπορεί  να τον αφήσει αρκετά ευχαριστημένο.

Παρασκευή Γιουβανάκη
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 3.5/5

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

WILD DUCK κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία:   Γιάννης Σακαρίδης
Ηθοποιοί: Αλέξανδρος Λογοθέτης, Θέμιδα Μπαζάκα, Γιώργο Πυρπασόπουλος


 Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: “ Ένας χρεοκοπημένος μηχανικός τηλεπικοινωνιών (Αλέξανδρος Λογοθέτης) αναλαμβάνει να τσεκάρει μια υπόθεση τηλεφωνικών υποκλοπών και η έρευνά του τον οδηγεί σε μια παράνομα τοποθετημένη μέσα σε πολυκατοικία κεραία.”

 Συναντάμε για 1η φορά το σκηνοθέτη Γ. Σακαρίδη, μέσα από το σκηνοθετικό του ντεπούτο, τη μεγάλου μήκους ταινία,“Wild Duck” (που έκανε την πρεμιέρα της στο 54ο Φεστιβάλ Κιν/φου Θεσσαλονίκης), και μένουμε καταευχαριστημένοι.

Η ταινία αφηγείται μια τρυφερή διαπροσωπική σχέση, στην Ελλάδα του σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης, και καθρεφτίζει τη διαμάχη μεταξύ της ηθικής και του προσωπικού συμφέροντος. Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του ο Γ.Σακαρίδης: «Στο “Wild Duck” η οικονομική κρίση είναι η αφετηρία για να επανεξετάσει ο ήρωάς μας τις ηθικές αξίες του».

Έχοντας στο πλευρό του δύο ιδιαιτέρως ευαίσθητες ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών, αυτή του Αλέξανδρου Λογοθέτη, που υποδύεται τον ήσυχο και σοβαροφανή Δημήτρη, που βρίσκεται στη δίνη ενός ηθικού διλλήματος, και αυτή της Θέμιδας Μπαζάκα, στο ρόλο της Παναγιώτας, η ταινία φαντάζει ιδανικά ολοκληρωμένη.

Καθώς κυλά η ιστορία της «Αγριόπαπιας», μοιάζει να μελαγχολεί με κάθε νέο λεπτό που περνάει, με τη βοήθεια της υπέροχης φωτογραφίας (από τα χέρια του Jan Vogel, συν-σκηνοθέτη και διευθυντή φωτογραφίας του “Wasted Youth”). Η σκηνοθεσία ταξιδεύει σε πανέμορφα κομμάτια του ελληνικού εδάφους και μας δίνει την ευκαιρία να συμμετέχουμε σε αυτό το ταξίδι. Παρά την αργή της πορεία αξίζει τον κόπο, καθώς είναι  ένα ακόμη υπέροχο δείγμα του ελληνικού κιν/φου, που σίγουρα κάνει περήφανους τους Έλληνες θεατές.

Παρασκευή Γιουβανάκη
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 3.5/5

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

NIGHT TRAIN TO LISBON κριτική ταινίας

ΣKHNOΘΕΣΙΑ: Bille August
ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Jeremy Irons, Mélanie Laurent, Jack Huston, Martina Gedeck, Bruno Ganz, Lena Olin, Charlotte Rampling, Tom Courtenay, Christopher Lee

Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: “Σώζοντας μια κοπέλα από την αυτοκτονία (Mélanie Laurent), ο Ελβετός πανεπιστημιακός Raimund Gregorius (Jeremy Irons) θα βρεθεί από τη Βέρνη στη Λισαβόνα και από εκεί σε ένα συναρπαστικό ταξίδι στις σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης πορτογαλικής ιστορίας.”


Είναι ορισμένες ταινίες που νίωθεις τυχερός-η που σου δόθηκε η μοναδική ευκαιρία να τις παρακολουθήσεις. Τη συγκεκριμένη θα τολμήσω να τη χαρακτηρίσω «αριστούργημα». Αυτό το τραίνο χαρίζει στον θεατή ένα γοητευτικό ταξίδι ζωής διάρκειας 2 ωρών,εξερευνώντας την ιστορία, μέσα από ένα βιβλίο.

(“Τι να πρωτογράψεις τώρα?” ρωτάω τον εαυτό μου)


Μια καθορόαιμη ευρωπαική ταινία βασισμένη στο ομώνυμο φιλοσοφικό μυθιστόρημα του Peter Bieri με το ψευδώνυμο Pascal Mercier, όπου τίθονται κοινωνικά θέματα όπως δεσμοί οικογένιας, αληθινή αγάπη και φιλία, αλλά και πολιτικά όπως το θάρρος της αντίστασης προς τις δικτατορικές αρχές. Δίνεται η ευκαιρία να αναφερθεί η σκληρή και σκοτεινή πολιτική του δικτάτορα Ζαλαζάρ, και το πάθος των (τότε) νέων για αντίσταση. Μια πανδαισία από όμορφα και προσεγμένα πλάνα συνοδεύουν την σκηνοθετική προσέγγιση, η οποία μαζί με την ατμοσφαιρική και κυρίως μουντή φωτογραφία, προσφέρουν ένα χάρμα οφθαλμών στο θεατή. Χαρακτηριστικό κομμάτι του καλογραμμένου σεναρίου, τα αναρίθμητα flashbacks που κάνουν την εμφάνισή τους στα καταλληλότερα σημεία χωρίς να δίνουν την παραμικρή κουραστική νότα. Άλλο ένα σκηνοθετικό κατόρθωμα από τον Bille August.

  
Ένας ανατριχιαστικός Jeremy Irons στον πρωταγωνιστικό ρόλο, υποδύεται  τον χαμηλών τόνων με εσωτερική γοητεία, Raimund. Aνεπανάληπτες, καθηλωτικές ερμηνείες και από το σύνολο του cast. Μια ανεκπλήρωτη ιστορία αγάπης συνοδευόμενη από μια πανέμορφη μουσική επένδηση από την Annete Focks, μας αγγίζει και μας προκαλεί ρίγος. Αποκορύφωμα, το τελευταίο πλάνο. Ισως να μην υπάρχει άλλος τρόπος ολοκλήρωσης της 3ης πράξης που να ταιριάζει περισσότερο από αυτόν. Από το πρώτο λεπτό έως και το τελευταίο, βρίσκεσαι στη θέση του συνοδοιπόρου, χάνεσαι και συ μέσα στα στενάκια της Λισσαβόνας αλλά και του παρελθόντος. 

Ιδανική ταινία για τους θεατές που αναζητούν κάτι παραπάνω από κάποιες ώρες κινηματογραφικής διασκέδασης. Συνοψίζουμε:....δείτε την, δείτε την, δείτε την!!! Ταξιδέψτε μαζί με τον πρωταγωνιστή, ερωτευτείτε το παρον, το παρελθόν.

Υ.Γ. Ατάκα που οφείλουμε να κρατήσουμε γερά μέσα στο μυαλό μας “όταν η δικτατορία είναι πραγματικότητα, η επανάσταση είναι καθήκον.”



Παρασκευή Γιουβανάκη

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 4/5

LA VIE D’ADELE (Blue Is the Warmest Colour) κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Abdellatif Kechiche
ΗΘΟΠΟΙΟΙ:Adèle Exarchopoulos, Léa Seydoux, Jérémie Laheurte, Catherine Salée, Aurélien Recoing, Sandor Funtek

 Κοινωνική δραματική ταινία με θέμα την ενηλικίωση, την προσπάθεια και την τόλμη της αυτογνωσίας. Bασισμένη στο graphic novel “Blue Angel” (“Le Bleu est une couleur chaude”), της Julie Maroh.

Μετά από μια από τις σημαντικότερες κινηματογραφικές διακρίσεις
(βραβευμένη  με το Χρυσό φοίνικα στο φετινό Φεστιβάλ Καννών) και ένα επιτρέψτε μου, αηδιαστικό ξεκατίνιασμα μεταξύ συντελεστών και ηθοποιών (δεν θα επεκταθώ περισσότερο σε αυτό το θέμα), «Η ζωή της Αντέλ» παραμένει μια από τις σημαντικότερες ταινίες της χρονίας. Γιατί? Επειδή ο σκηνοθέτης θίγει ένα από τα πιο σημαντικά θέματα της ανθρώπινης ζωής, την αναζήτηση του «εγώ» για το κάθε άτομο.

 Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: "Η Αντέλ, μαθήτρια λυκείου, με επιθυμία να γίνει δασκάλα, αναζητά αυτό που θα τη «γεμίσει», αυτό που θα την εκφράσει και θα δώσει νόημα στην ερωτικό τομέα αλλά και στη ζωή της γενικότερα. Μετά από αποτυχημένες σχέσεις με συμμαθητές της, έρχεται στη ζωή της η κοπέλα με τα μπλε μαλλιά, φοιτήτρια Καλών Τεχνών. Με αυτό το άτομο ζει την ουσιαστική αγάπη."

Για τον Kechice δεν έχει σημασία το φύλο αλλά οι ανθρώπινες σχέσεις και αντιδράσεις. Η απιστία για παράδειγμα πληγώνει πολύ κάποιον που αγαπά, ανεξαρτήτου σεξουαλικής ταυτότητας. Γιατί πολύ απλά είμαστε άνθρωποι. Με αμέτρητα κοντινά πλάνα προκαλεί το θεατή να «μπει στη θέση» των πρωταγωνίστριων, να αισθανθεί ότι αισθάνονται, ακόμη και να γνωρίσει αυτό που πόλλοι χαρακτηρίζουν «αφύσικο». Κάποιοι το καταφέρνουν, κάποιοι άλλοι όμως όχι. Οι τελευταίοι είναι αυτοί που την χαρακτήρισαν «πορνοταινία».

Η  σκηνή όπου οι 2 ερωτευμένες κοπέλες κάνουν για 1η φορά έρωτα είναι αυτή για την οποία  δεκάδες κριτικοί, μέλη κοινωνικών ομάδων, αλλά και ο κάθε πικραμένος, μιλούν εδώ και αρκετούς μήνες. (κάτι που προκαλεί απίστευτη ξενέρα, για τον απλό λόγο ότι χάνεται έτσι κάθε ίχνος μαγείας που κάθε φιλμικό κείμενο ξεχωριστά, μπορεί να προσφέρει στους θεατές). Οι απόψεις διίστανται. Τι είναι αυτό λοιπόν που προκάλεσε τέτοιο ντόρο? Μήπως η (μεγάλη) χρονική διάρκειά της? Η απεικόνισή της, ή η φυσικότητα με την οποία παρουσίαζεται? Μάλλον το τελευταίο. Είναι μια σκηνή  άκρως παθιασμένη και με ειλικρίνεια (όπως και οι υπόλοιπες που ακολούθησαν). Παρουσίασε τη βαθιά συναισθηματική σύνδεση που οι 2 κοπέλες βίωναν. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Η διάρκειά της, η οποία αγγίζει περίπου τα 15 λεπτά, είχε σκοπό, σύμφωνα με την σκηνοθετική προσσέγγιση, να δείξει την έντονη και χωρίς έλεγχο, φυσιολογική ερωτική επιθυμία, το πάθος, που 2 άτομα ανεξαρτήτου φύλου μπορούν να νιώσουν.

Η επιλογή διάρκειας 3 ωρών ήταν ένας εύστοχος τρόπος ώστε να καταφέρει ο θεατής όσο το δυνατόν περισσότερο, να βυθιστεί στην πραγματικότητα της ηρωίδας. Οι εικόνες μιλούν από μόνες τους. Πλάνα με έντονο ρομαντικό στοιχείο, επιτρέπουν  τη ματιά σου να ταξιδέψει στο ερωτικό περιβάλλον των χαρακτήρων.

Το πρωταγωνιστικό δίδυμο (Léa Seydoux, Adèle Exarchopoulos) τα δίνει -στην κυριολεξία, όλα για να μας πείσει ότι ο έρωτας των χαρακτήρων που υποδύονται, εκτός από υπαρκτός είναι και αληθινός. Το πετυχαίνουν για τα καλά. Σου προκαλούν τέτοια συγκίνηση οι ερμηνείες τους, που νομίζεις ότι είναι και στην πραγματικότητα ερωτευμένες. Η Adèle Exarchopoulos η οποία κρατάει στους ώμους της το μεγαλύτερο και σημαντικότερο κομμάτι της ταινίας, δίνεται ολοκληρωτικά σε αυτόν τον απαιτητικό ρόλο.

Προσωπικό ερώτημα: Γιατί λοιπόν να μην αφήσουμε τους εαυτούς μας ελεύθερους να απολαύσουν ένα κομματί τέχνης, χωρίς να μπαίνουμε στην επίπονη διαδικασία εξονυχιστικής ανάλυσης? Είναι τόσο σημαντικό να αναλήσουμε και να μάθουμε αν ο σκηνοθετής ήθελε να κάνει ομοφυλοφιλική προπαγάνδα(!) ή όχι?
 
Το “La vie d’Adele” βγάζει νοήματα βαθύτερου επιπέδου-εκτός από απλές σκηνές έντονου σεξ, όπως πως ένας νέος άνθρωπος βρίσκει την ευκαιρία να ανακαλυψεί την πρώτη του αληθινή και βαθιά αγάπη αφήνωντας τον εαυτό του ελεύθερο να το ζήσει και να το απολαύσει και  πως αυτό θα τον στιγματίσει στο μέλλον. Παράλληλα θίγει σοβαρά και επίκαιρα κοινωνικά θέματα, όπως η μη κατάλληλη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος και η συνολική διαμαρτυρία για αυτό.

Υ.Γ.  Αναμφισβήτητα μια από τις πιο όμορφες και συγκινητικές ιστορίες αγάπης που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη.

Καλή (χωρίς στερεότυπα και προκαταλήψεις) προβολή!

Παρασκευή Γιουβανάκη

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 4/5