Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

NIGHT TRAIN TO LISBON κριτική ταινίας

ΣKHNOΘΕΣΙΑ: Bille August
ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Jeremy Irons, Mélanie Laurent, Jack Huston, Martina Gedeck, Bruno Ganz, Lena Olin, Charlotte Rampling, Tom Courtenay, Christopher Lee

Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: “Σώζοντας μια κοπέλα από την αυτοκτονία (Mélanie Laurent), ο Ελβετός πανεπιστημιακός Raimund Gregorius (Jeremy Irons) θα βρεθεί από τη Βέρνη στη Λισαβόνα και από εκεί σε ένα συναρπαστικό ταξίδι στις σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης πορτογαλικής ιστορίας.”


Είναι ορισμένες ταινίες που νίωθεις τυχερός-η που σου δόθηκε η μοναδική ευκαιρία να τις παρακολουθήσεις. Τη συγκεκριμένη θα τολμήσω να τη χαρακτηρίσω «αριστούργημα». Αυτό το τραίνο χαρίζει στον θεατή ένα γοητευτικό ταξίδι ζωής διάρκειας 2 ωρών,εξερευνώντας την ιστορία, μέσα από ένα βιβλίο.

(“Τι να πρωτογράψεις τώρα?” ρωτάω τον εαυτό μου)


Μια καθορόαιμη ευρωπαική ταινία βασισμένη στο ομώνυμο φιλοσοφικό μυθιστόρημα του Peter Bieri με το ψευδώνυμο Pascal Mercier, όπου τίθονται κοινωνικά θέματα όπως δεσμοί οικογένιας, αληθινή αγάπη και φιλία, αλλά και πολιτικά όπως το θάρρος της αντίστασης προς τις δικτατορικές αρχές. Δίνεται η ευκαιρία να αναφερθεί η σκληρή και σκοτεινή πολιτική του δικτάτορα Ζαλαζάρ, και το πάθος των (τότε) νέων για αντίσταση. Μια πανδαισία από όμορφα και προσεγμένα πλάνα συνοδεύουν την σκηνοθετική προσέγγιση, η οποία μαζί με την ατμοσφαιρική και κυρίως μουντή φωτογραφία, προσφέρουν ένα χάρμα οφθαλμών στο θεατή. Χαρακτηριστικό κομμάτι του καλογραμμένου σεναρίου, τα αναρίθμητα flashbacks που κάνουν την εμφάνισή τους στα καταλληλότερα σημεία χωρίς να δίνουν την παραμικρή κουραστική νότα. Άλλο ένα σκηνοθετικό κατόρθωμα από τον Bille August.

  
Ένας ανατριχιαστικός Jeremy Irons στον πρωταγωνιστικό ρόλο, υποδύεται  τον χαμηλών τόνων με εσωτερική γοητεία, Raimund. Aνεπανάληπτες, καθηλωτικές ερμηνείες και από το σύνολο του cast. Μια ανεκπλήρωτη ιστορία αγάπης συνοδευόμενη από μια πανέμορφη μουσική επένδηση από την Annete Focks, μας αγγίζει και μας προκαλεί ρίγος. Αποκορύφωμα, το τελευταίο πλάνο. Ισως να μην υπάρχει άλλος τρόπος ολοκλήρωσης της 3ης πράξης που να ταιριάζει περισσότερο από αυτόν. Από το πρώτο λεπτό έως και το τελευταίο, βρίσκεσαι στη θέση του συνοδοιπόρου, χάνεσαι και συ μέσα στα στενάκια της Λισσαβόνας αλλά και του παρελθόντος. 

Ιδανική ταινία για τους θεατές που αναζητούν κάτι παραπάνω από κάποιες ώρες κινηματογραφικής διασκέδασης. Συνοψίζουμε:....δείτε την, δείτε την, δείτε την!!! Ταξιδέψτε μαζί με τον πρωταγωνιστή, ερωτευτείτε το παρον, το παρελθόν.

Υ.Γ. Ατάκα που οφείλουμε να κρατήσουμε γερά μέσα στο μυαλό μας “όταν η δικτατορία είναι πραγματικότητα, η επανάσταση είναι καθήκον.”



Παρασκευή Γιουβανάκη

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 4/5

LA VIE D’ADELE (Blue Is the Warmest Colour) κριτική ταινίας

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Abdellatif Kechiche
ΗΘΟΠΟΙΟΙ:Adèle Exarchopoulos, Léa Seydoux, Jérémie Laheurte, Catherine Salée, Aurélien Recoing, Sandor Funtek

 Κοινωνική δραματική ταινία με θέμα την ενηλικίωση, την προσπάθεια και την τόλμη της αυτογνωσίας. Bασισμένη στο graphic novel “Blue Angel” (“Le Bleu est une couleur chaude”), της Julie Maroh.

Μετά από μια από τις σημαντικότερες κινηματογραφικές διακρίσεις
(βραβευμένη  με το Χρυσό φοίνικα στο φετινό Φεστιβάλ Καννών) και ένα επιτρέψτε μου, αηδιαστικό ξεκατίνιασμα μεταξύ συντελεστών και ηθοποιών (δεν θα επεκταθώ περισσότερο σε αυτό το θέμα), «Η ζωή της Αντέλ» παραμένει μια από τις σημαντικότερες ταινίες της χρονίας. Γιατί? Επειδή ο σκηνοθέτης θίγει ένα από τα πιο σημαντικά θέματα της ανθρώπινης ζωής, την αναζήτηση του «εγώ» για το κάθε άτομο.

 Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: "Η Αντέλ, μαθήτρια λυκείου, με επιθυμία να γίνει δασκάλα, αναζητά αυτό που θα τη «γεμίσει», αυτό που θα την εκφράσει και θα δώσει νόημα στην ερωτικό τομέα αλλά και στη ζωή της γενικότερα. Μετά από αποτυχημένες σχέσεις με συμμαθητές της, έρχεται στη ζωή της η κοπέλα με τα μπλε μαλλιά, φοιτήτρια Καλών Τεχνών. Με αυτό το άτομο ζει την ουσιαστική αγάπη."

Για τον Kechice δεν έχει σημασία το φύλο αλλά οι ανθρώπινες σχέσεις και αντιδράσεις. Η απιστία για παράδειγμα πληγώνει πολύ κάποιον που αγαπά, ανεξαρτήτου σεξουαλικής ταυτότητας. Γιατί πολύ απλά είμαστε άνθρωποι. Με αμέτρητα κοντινά πλάνα προκαλεί το θεατή να «μπει στη θέση» των πρωταγωνίστριων, να αισθανθεί ότι αισθάνονται, ακόμη και να γνωρίσει αυτό που πόλλοι χαρακτηρίζουν «αφύσικο». Κάποιοι το καταφέρνουν, κάποιοι άλλοι όμως όχι. Οι τελευταίοι είναι αυτοί που την χαρακτήρισαν «πορνοταινία».

Η  σκηνή όπου οι 2 ερωτευμένες κοπέλες κάνουν για 1η φορά έρωτα είναι αυτή για την οποία  δεκάδες κριτικοί, μέλη κοινωνικών ομάδων, αλλά και ο κάθε πικραμένος, μιλούν εδώ και αρκετούς μήνες. (κάτι που προκαλεί απίστευτη ξενέρα, για τον απλό λόγο ότι χάνεται έτσι κάθε ίχνος μαγείας που κάθε φιλμικό κείμενο ξεχωριστά, μπορεί να προσφέρει στους θεατές). Οι απόψεις διίστανται. Τι είναι αυτό λοιπόν που προκάλεσε τέτοιο ντόρο? Μήπως η (μεγάλη) χρονική διάρκειά της? Η απεικόνισή της, ή η φυσικότητα με την οποία παρουσίαζεται? Μάλλον το τελευταίο. Είναι μια σκηνή  άκρως παθιασμένη και με ειλικρίνεια (όπως και οι υπόλοιπες που ακολούθησαν). Παρουσίασε τη βαθιά συναισθηματική σύνδεση που οι 2 κοπέλες βίωναν. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Η διάρκειά της, η οποία αγγίζει περίπου τα 15 λεπτά, είχε σκοπό, σύμφωνα με την σκηνοθετική προσσέγγιση, να δείξει την έντονη και χωρίς έλεγχο, φυσιολογική ερωτική επιθυμία, το πάθος, που 2 άτομα ανεξαρτήτου φύλου μπορούν να νιώσουν.

Η επιλογή διάρκειας 3 ωρών ήταν ένας εύστοχος τρόπος ώστε να καταφέρει ο θεατής όσο το δυνατόν περισσότερο, να βυθιστεί στην πραγματικότητα της ηρωίδας. Οι εικόνες μιλούν από μόνες τους. Πλάνα με έντονο ρομαντικό στοιχείο, επιτρέπουν  τη ματιά σου να ταξιδέψει στο ερωτικό περιβάλλον των χαρακτήρων.

Το πρωταγωνιστικό δίδυμο (Léa Seydoux, Adèle Exarchopoulos) τα δίνει -στην κυριολεξία, όλα για να μας πείσει ότι ο έρωτας των χαρακτήρων που υποδύονται, εκτός από υπαρκτός είναι και αληθινός. Το πετυχαίνουν για τα καλά. Σου προκαλούν τέτοια συγκίνηση οι ερμηνείες τους, που νομίζεις ότι είναι και στην πραγματικότητα ερωτευμένες. Η Adèle Exarchopoulos η οποία κρατάει στους ώμους της το μεγαλύτερο και σημαντικότερο κομμάτι της ταινίας, δίνεται ολοκληρωτικά σε αυτόν τον απαιτητικό ρόλο.

Προσωπικό ερώτημα: Γιατί λοιπόν να μην αφήσουμε τους εαυτούς μας ελεύθερους να απολαύσουν ένα κομματί τέχνης, χωρίς να μπαίνουμε στην επίπονη διαδικασία εξονυχιστικής ανάλυσης? Είναι τόσο σημαντικό να αναλήσουμε και να μάθουμε αν ο σκηνοθετής ήθελε να κάνει ομοφυλοφιλική προπαγάνδα(!) ή όχι?
 
Το “La vie d’Adele” βγάζει νοήματα βαθύτερου επιπέδου-εκτός από απλές σκηνές έντονου σεξ, όπως πως ένας νέος άνθρωπος βρίσκει την ευκαιρία να ανακαλυψεί την πρώτη του αληθινή και βαθιά αγάπη αφήνωντας τον εαυτό του ελεύθερο να το ζήσει και να το απολαύσει και  πως αυτό θα τον στιγματίσει στο μέλλον. Παράλληλα θίγει σοβαρά και επίκαιρα κοινωνικά θέματα, όπως η μη κατάλληλη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος και η συνολική διαμαρτυρία για αυτό.

Υ.Γ.  Αναμφισβήτητα μια από τις πιο όμορφες και συγκινητικές ιστορίες αγάπης που έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη.

Καλή (χωρίς στερεότυπα και προκαταλήψεις) προβολή!

Παρασκευή Γιουβανάκη

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 4/5